Όλα ξεκίνησαν στην Πλάκα μια
Δευτέρα βράδυ. Μετά την καθιερωμένη μας συγκέντρωση στον ΟΚΑΔΕ, το
ραντεβού ήταν στην «Κυρά-Κούλα» στο Ίλιον για προβατίνα.
Ενώ λοιπόν τρώγαμε την περίφημη προβατίνα και πίναμε το υπέροχο κρασί της Κυρά-Κούλας, ο φίλος και συγκυνηγός μου, ο Τάκης ο Σβεστονώφ, πέταξε την ιδέα να πάμε για μπεκάτσες το Σαββατοκύριακο στην Ήπειρο. Όλοι γελάσαμε και αποπήραμε, διότι ούτε καμία πληροφορία είχαμε, ούτε οι καιρικές συνθήκες ήταν τέτοιες που θα μας ενθάρρυναν να πάμε για μπεκάτσες. Αντιθέτως, οι πληροφορίες μας ήταν από κακές έως πολύ κακές, θα έλεγα. Πουθενά δεν είχαν ακουστεί πουλιά, εκτός ελαχίστων περιπτώσεων που μίλαγαν για ένα-δύο πουλιά το πολύ κι αυτά ήταν φαντάσματα. Η συζήτηση όμως άναψε όταν αρχίσαμε να μιλάμε για τα σκυλιά μας κι αυτό που με έκανε να πάρω τελικά την απόφαση και να πάω για μπεκάτσες το συγκεκριμένο Σαββατοκύριακο ήταν το εξής: το καλό κυνηγόσκυλο δεν είναι εκείνο που όταν θα έχει πουλιά θα αρχίσει να τα φερμάρει ένα-ένα. Είναι εκείνο που όταν θα υπάρχει μια μπεκάτσα σε ένα δάσος, θα το κάνει άνω-κάτω για να την βρει και να την «βιδώσει» στο χώμα, όσο φάντασμα κι αν είναι αυτή. Έτσι λοιπόν πήρα την απόφαση εκείνη την ώρα και είπα «Πάμε ρε Τάκη», πρώτον γιατί ήθελα να δω αν το σκυλί μου είναι τόσο καλό όσο πίστευα και δεύτερον για να δω αν όλα αυτά τα καλά λόγια που είχα ακούσει για τα σκυλιά του Τάκη ίσχυαν. Το ραντεβού ήταν Πέμπτη απόγευμα, έξω από το μαγαζί του Τάκη στο Περιστέρι. Θα κυνηγούσαμε από Παρασκευή πρωί έως και Κυριακή απόγευμα. Ο τόπος που θα πηγαίναμε, γνωστός σε όλους, η Ήπειρος. Αφού λοιπόν φορτώσαμε ρούχα, τουφέκια, σκύλους και φαγητά στο φορτηγό, ξεκινήσαμε για το κυνήγι μας. Με του βγήκαμε στην εθνική άρχισαν και τα όνειρα, ότι μπορεί δηλαδή να πέσουμε στο μπάσιμο κι επειδή όλοι έχουν πάει για πέρδικες, αν συμβεί κάτι τέτοιο, θα είμαστε μόνοι μας και η πίτα θα είναι όλη δικιά μας. Θυμηθήκαμε άλλες χρονιές προηγούμενες, ταιριάξαμε και τις ημερομηνίες και όλα καλά. Η μπεκάτσα όμως είναι απρόβλεπτη και δεν έχει ούτε ημερομηνίες, ούτε καιρούς. Έρχεται όποτε θέλει, πάει όπου θέλει, κάθεται όσο θέλει και τέλος φεύγει όποτε θέλει. Αυτό το ξέραμε κατά βάθος και οι δυο μας πολύ καλά. Αυτό όμως που μου έκανε εντύπωση, ήταν η σιγουριά του Τάκη ότι όπως και να ‘χει, το τριήμερο θα βρίσκαμε 5-6 πουλιά και μάλιστα χαρακτηριστικά μου ανέφερε ότι «και τον Αύγουστο να πάμε, εκεί θα βρούμε τουλάχιστον δύο πουλιά». Όλα αυτά όμως, την ώρα που φτάσαμε στο μέρος που θα διανυκτερεύαμε φρόντισα να τα βγάλω από το μυαλό μου και να επανέλθω στην αρχική μου σκέψη, δηλαδή στον σκύλο. Ήθελα έστω και μια να υπήρχε στο δάσος, να την βρω. Και με αυτή την ιδέα στο μυαλό μου κοιμήθηκα.
Το πρωί της Παρασκευής ξεκινήσαμε στις 7:30 το πρωί. Φτιάξαμε το καφεδάκι μας μέσα στο φορτηγάκι, το ήπιαμε και αφού συμφωνήσαμε και οι δυο ότι τέτοιο ύπνο δεν κάνουνε ούτε στα κρεβάτια του σπιτιού μας, ξεκινήσαμε για το πρώτο «κοτέτσι». Όταν είδα μπροστά μου τα ατέλειωτα δάση της Ηπείρου και τα ντούσκα με τα κιτρινισμένα λίγα φύλλα πάνω τους, γιατί τα περισσότερα είχανε πέσει, ένιωσα ένα ρίγος να με διαπερνά, γιατί κακά τα ψέματα, καλές είναι οι πέρδικες και τα ψηλά βουνά, αλλά για μένα «Η βασίλισσα είναι μία και ζει μέσα στο δάσος».
Σταματήσαμε πάνω από ένα μεγάλο και σκοτεινό ρέμα. Όταν βγήκαμε από το αμάξι ήμασταν με τα κοντομάνικα ο Τάκης όμως με συμβούλεψε να βάλω το πουκάμισο γιατί εκεί κάτω ήταν άλλος Θεός. Και πράγματι είχε δίκιο. Με του που αρχίσαμε να κατεβαίνουμε το ρέμα, η υγρασία είχε αρχίσει να με τρυπάει. Εγώ είχα πάρει μαζί μου την αγαπημένη μου BREDA και ο Τάκης τον ΦΟΥΕΓΚΟ. Λύσαμε ακριβώς στις 9 το πρωί. Τα σκυλιά αρχίσανε να κεντάνε στην κυριολεξία το δάσος. Ο ΦΟΥΕΓΚΟ που ήταν πολύ πιο έμπειρος, ήξερε ακριβώς τα μέρη που χτύπαγε. Τα τσεκάριζε, ξεκαθάριζε γρήγορα και συνέχιζε. Η BREDA άρχισε να κάνει λασέ δεξιά-αριστερά, με έναν ρυθμό εξωφρενικό. Ο Τάκης όμως που κατάλαβε την ανησυχία μου, μου φώναξε από πάνω «άστην, θα καταλάβει μόλις συναντήσει την πρώτη». Βλέπετε η BREDA είναι 3 χρονών και οι εμπειρίες της στην μπεκάτσα, λόγω των αγώνων, είναι ελάχιστες. Η κουβέντα όμως του φίλου μου, ήρθε να επαληθευτεί λίγα λεπτά αργότερα και να μου δείξει ότι αυτός ο άνθρωπος έχει τεράστιες γνώσεις κι εμπειρίες στο θέμα «πόιντερ και πρακτικό κυνήγι». Η σκύλα κόβει ξαφνικά αριστερά και αρχίζει να ανεβάζει γρήγορα και πριν προλάβει να φερμάρει, η μπεκάτσα που ήταν και ανήσυχη, σηκώθηκε δυνατά μπροστά της και έφυγε περνώντας πάνω από τον Τάκη και αφήνοντας την σκύλα άναυδη και ακίνητη κι εδώ φίλοι μου ήταν το καλύτερο. Ο Τάκης δεν σήκωσε το τουφέκι, παρότι εγώ του φώναξα «πάνω σου», παρά γύρισε και μου είπε ότι θα την πάρουμε πιο κάτω, που θα την φερμάρει η BREDA. Ο Τάκης είχε δει που έπιασε το πουλί και με φώναξε ν’ ανέβω πιο πάνω, να πάμε να την ξαναβρούμε. Μόλις πλησιάσαμε στο μέρος που είχε πιάσει, έστειλε τον ΦΟΥΕΓΚΟ στην τελείως αντίθετη πλευρά από εκείνη που ήταν το πουλί και μου είπε να βάλω την BREDA σ’ ένα ρεματάκι που είχαμε μπροστά μας, λέγοντάς μου ότι ο ΦΟΥΕΓΚΟ έχει δαγκώσει πολλές κι αυτό το πουλί δεν είναι δικό του, είναι της σκύλας. Πραγματικά, μόλις άρχισε να κατεβαίνει το ρεματάκι, η σκύλα σηκώνει το κεφάλι ψηλά, κάνει ένα μικρό ποντάρισμα και μένει. «Ανοίξου δεξιά» μου λέει ο Τάκης και φεύγω. Εκείνη την στιγμή έρχεται και ο παμπόνηρος ΦΟΥΕΓΚΟ από αριστερά και συναινεί. Αυτά τα δευτερόλεπτα μέχρι να σηκωθεί το πουλί, μου φάνηκαν αιώνας. Το πουλί σηκώθηκε ρουαγιάλ, γιατί ήταν μπλοκαρισμένο κι από τα δύο σκυλιά. Ρίχνω ένα ντουμπλέ και βλέπω την BREDA να κρατάει στο στόμα της την μπεκάτσα με τέτοια περηφάνια, λες και ήταν σε παρέλαση. Από τη χαρά μου δεν ήξερα ποιον να αγκαλιάσω πρώτα, την BREDA ή τον Τάκη. Γιατί ναι μεν αυτή την βρήκε και την κάρφωσε κάτω αλλά χωρίς την βοήθεια του Τάκη, ίσως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά. Θα ήθελα μέσα από αυτές τις γραμμές να του δώσω συγχαρητήρια για το κυνοφιλικό του ήθος και να τον ευχαριστήσω γι αυτή την πολύ μεγάλη κυνηγετική στιγμή που μου χάρισε. Αφού πήραμε την πρώτη μας μπεκάτσα φέτος, αρχίσαμε να περπατάμε το ρέμα προς τα κάτω. Σε κάποια στιγμή κι αφού είχαν περάσει περίπου δύο ώρες και τα σκυλιά δουλεύανε με ένα ρυθμό εκπληκτικό, ήρθε η σειρά του δασκάλου. Ένα απότομο ποϊντερίσιο κόψιμο δεξιά κι αμέσως φέρμα. «Τάκη, φέρμα ο ΦΟΥΕΓΚΟ», φώναξα. «Κάνε ησυχία και βγες στο καθαρό» μου λέει. Ο ΦΟΥΕΓΚΟ είχε φερμάρει μπροστά σε ένα πουρνάρι μικρό. Εγώ είχα αμφιθεατρική θέα από εκεί που βγήκα και είδα κάτι που θα το λέω μέχρι και στα εγγόνια μου. Όταν ο Τάκης πλησίασε τον ΦΟΥΕΓΚΟ, ο σκύλος έφυγε σαν γάτα, έκανε το ημικύκλιο του θάμνου και σταμάτησε ακριβώς απέναντι από τον Τάκη, σαν να ήθελε να του βάλει την μπεκάτσα μέσα στο γιλέκο. Κι αυτό ακριβώς έγινε. Το πουλί έφυγε νευρικά και χαμηλά, σχεδόν ένα με το έδαφος, όμως ο Τάκης δεν χαρίζει μια τουφεκιά και η δεύτερη μπεκάτσα ήταν γεγονός. «Μπράβο Τάκη» φώναξα. «Τα μπράβο όχι σε μένα, αλλά σ’ αυτόν» μου απάντησε και είχε δίκιο.
Μόλις πήραμε το πουλί, αρχίσαμε να παίρνουμε τα πάνω μας και αποφασίσαμε να αλλάξουμε τόπο και να πάμε πιο ψηλά, πιστεύοντας ότι τα πουλιά που θα έχουν μπει, θα είναι πιο ψηλά και θα βρούμε πιο πολλά. Έτσι κι έγινε. Κατά τις 12 το μεσημέρι είχαμε πάει στον τόπο που θα συνεχίζαμε το κυνήγι μας. Συμφωνήσαμε να κυνηγήσουμε μέχρι τις 3 και να σταματήσουμε να κάνουμε ένα διάλειμμα, να φάμε και να ξεκουράσουμε τα σκυλιά. Ο τόπος ήταν φανταστικός παρότι ήμασταν πολύ ψηλά. Το χώμα ήταν μούσκεμα, μανιτάρια παντού και η μούχλα σου έσπαγε τη μύτη. Ο Τάκης έβγαλε αυτή τη φορά έξω τον ΦΕΛΙΞ, γνωστό από τις επιτυχίες του στους αγώνες της ορεινής πέρδικας που διοργανώνει ο ΟΚΑΔΕ. Εγώ συνέχισα με την BREDA, διότι δεν είχα και άλλο σκυλί μαζί μου. (Πρόσφατα έχασα την ALORA από το σπίτι, όπως θα δείτε και στις επόμενες σελίδες του περιοδικού και παρακαλώ όποιον έχει κάποια πληροφορία να μου τηλεφωνήσει). Ο ΦΕΛΙΞ είναι ένας πραγματικός οδοστρωτήρας. Έφυγε με ένα ρυθμό εξωπραγματικό, χωρίς όμως να χάνει την επαφή του μαζί μας. Στον ίδιο ρυθμό και λίγο πιο χαλαρό όμως, παρέσυρε και την BREDA. Περπατήσαμε έτσι περίπου δύο ώρες και έχω την εντύπωση ότι δεν αφήσαμε σπιθαμή απάτητη. Τα σκυλιά δεν σταμάτησαν ούτε για τσεκάρισμα κι έτσι αποφασίσαμε να γυρίσουμε προς το αμάξι. Αφού φτάσαμε 100 μέτρα περίπου από το αυτοκίνητο, είδαμε τον ΦΕΛΙΞ να σταματάει λες και κουτούλησε τοίχο από πίσω και δεξιά του. Κοκκάλωσε και η BREDA. Ήμασταν μέσα σε χαμηλά ντούσκα. Τρέξαμε, πήραμε και οι δυο όσο πιο καλή θέση μπορούσαμε, αλλά αυτή τη φορά η μπεκάτσα είχε άλλη γνώμη. Σηκώθηκε απότομα ανάμεσά μας. Δεν τουφέκισε κανείς μας κι άρχισε τα σλάλομ μέσα στα κοντοντούσκα. Όταν πια την είδαμε ήταν πολύ αργά και το φτερό της ήταν τέτοιο, που πρέπει να άλλαξε νομό. Γυρίσαμε λοιπόν στο αμάξι, φάγαμε, ξεκουραστήκαμε κι αλλάξαμε ξανά τόπο για χαμηλά, μήπως τελικά και τα πουλιά ήταν όλα χαμηλά. Φτάσαμε στο ποτάμι κατά τις 4.30 το απόγευμα. Είχαμε μια ώρα καιρό και είπαμε να βγάλουμε τα κουτάβια που είχαμε μαζί μια βολτίτσα, για να δούμε πιο πολύ πως πατάνε και την νοοτροπία τους. Πραγματικά, φίλοι μου, είναι πολύ ωραίο να βλέπεις χρονιάρικα σκυλάκια να τρυπάνε τις βατσινιές και τις αγριοτριανταφυλλιές από το πάθος τους, να μπερδεύονται μέσα και να μην ξέρουν ακόμα πως θα βγουν έξω από τα πυκνά και όταν βγαίνουν να έρχονται όλο χαρά πάνω σου, να σου κλέψουν ένα χάδι και να ξαναφεύγουν γεμάτα χαρά να κυνηγήσουν κανένα κότσυφα και κανένα μικρόπουλο στις άκρες του ποταμού, γιατί εκεί δυστυχώς και την άλλη μέρα που ψάξαμε μέχρι το μεσημέρι, μπεκάτσα δεν υπήρχε. Το απόγευμα του Σαββάτου «χτυπήσαμε» ένα κομμάτι με ρέματα, ντούσκα και πουρνάρια μπερδεμένα. Εκεί ήταν η σειρά του ΦΩΞ να μας δείξει πως κυνηγάει ένα πόιντερ και στα πουρνάρια. Καθώς προχωρούσαμε στα ντούσκα, έφυγε ένα πουλί μόνο του μπροστά μας και πήγε μέσα στα πουρνάρια. Φωνάξαμε τα σκυλιά και τα πήγαμε προς τα εκεί. Ο ΦΩΞ μπήκε μέσα και το μόνο που ακούγαμε για μία ώρα ήταν το καμπανάκι του. Η BREDA έμπαινε-έβγαινε, με κοίταζε και ξανάμπαινε μέσα. Τα σκυλιά κάνανε τέσσερα σηκώματα. Ευτυχώς καταφέραμε και πήραμε μία και την έπιασε ο ΦΩΞ, αλλιώς μου φαίνεται ότι αυτός ο τρελός ακόμα εκεί μέσα θα ήταν. Βλέπετε η τρέλα είναι κληρονομική, γιος του ΦΕΛΙΞ είναι, τι περιμένεις…
Και έτσι ωραία και καλά φτάσαμε στο ξημέρωμα της Κυριακής, να πίνουμε το καφεδάκι μας στο φορτηγάκι. Αποφασίσαμε να κυνηγήσουμε ένα μέρος ακόμα με ντούσκα κι ας είχαμε αφήσει πουλιά στα πουρνάρια, γιατί την μπεκάτσα με αυτά τα σκυλιά την ευχαριστιέσαι μέσα στο δάσος, που μπορείς να δεις όλες τις ενέργειες του σκύλου σου, από το ανέβασμα μέχρι την ιερή στιγμή της φέρμας. Έτσι κι αλλιώς, όλα τα σκυλιά πια είχαν πάρει τον μεζέ τους. Αυτή τη φορά ξεκινήσαμε με τρία σκυλιά, την BREDA, τον ΦΟΥΕΓΚΟ και τον ΦΕΛΙΞ. Θα κυνηγάγαμε δύο ώρες και μετά θα ξεκινάγαμε για τον άχαρο δρόμο της επιστροφής.
Με το που μπήκαμε στο δάσος, μετά από 20 λεπτά περίπου, αρχίσανε οι φέρμες και οι συναινέσεις, χωρίς όμως να βλέπουμε θήραμα. Δύο πράγματα μου λέει ο Τάκης μπορεί να συμβαίνουν: ή τα πουλιά φεύγουν μπροστά ή κάποιος λαγός είναι μπροστά μας και «σέρνει». Πραγματικά, μετά από λίγο και αφού δεν βλέπαμε τα σκυλιά, γιατί ήταν πίσω από ένα τούμπι, σταμάτησαν τα καμπανάκια. Τρέχοντας, ανεβήκαμε το τούμπι και βλέπουμε τρία πόιντερ στην φέρμα με τα μάτια τους να βγάζουν φλόγες. Αφού τα θαυμάσαμε για κάποια δευτερόλεπτα, ξεκινήσαμε να πάρουμε θέση, γιατί ήταν λίγο δύσκολο το μέρος και δεν ξέραμε από πού θα μας βγει. Ο Τάκης πάει προς το πυκνό, εγώ προς το καθαρό. Ξαφνικά ακούω την μπηχτή τουφεκιά του Τάκη και κοιτάζω προς τα πάνω. Έλα όμως που βγήκε προς τα κάτω ένα λάγαρος σαν ζαρκάδι. Γυρνάω, του ρίχνω έναν ντουμπλέ, τον ξεμαλλιάζω, αλλά βλέπετε τα 10άρια διασποράς που χρησιμοποιώ ήταν πολύ λίγα γι αυτό το τέρας και δυστυχώς αφού με χαιρέτησε, έφυγε. Κυνηγήσαμε μετά απ’ αυτό το περιστατικό, περίπου καμία ώρα ακόμα, όμως πουλιά άλλα δεν συναντήσαμε.
Γυρνώντας στο αμάξι όμως ήμασταν πολύ ευχαριστημένοι και ικανοποιημένοι και οι δύο, πρώτον γιατί είμαστε σίγουροι για τα σκυλιά μας ότι από εκεί που περάσαμε, πουλιά δεν αφήσαμε κι αυτό φρόντισαν να μας το αποδείξουν τα ίδια τα σκυλιά μας με τον τρόπο και τις ενέργειές τους όλο το τριήμερο και δεύτερον γιατί στο κυνήγι με σκύλους φέρμας ποτέ δεν μετράει η ποσότητα, αλλά πάντα μετράει η ποιότητα κι από αυτό δόξα τω Θεώ χορτάσαμε.
Ένα πολύ μεγάλο ευχαριστώ σ’ αυτόν τον πραγματικά πολύ έμπειρο μπεκατσοκυνηγό, τον Τάκη τον Σβεστονώφ, που με εμπιστεύτηκε και με πήγε στα «κοτέτσια του», καθώς επίσης και στον τρόπο που μεταχειρίστηκε κυνηγετικά την BREDA μου. Επίσης ένα μεγάλο ευχαριστώ στον κ. Λελούδα για τις σελίδες που μου παραχωρεί, στο καλύτερο κυνηγετικό έντυπο της χώρας μας.
Του Νίκου Στεφανάτου
Ενώ λοιπόν τρώγαμε την περίφημη προβατίνα και πίναμε το υπέροχο κρασί της Κυρά-Κούλας, ο φίλος και συγκυνηγός μου, ο Τάκης ο Σβεστονώφ, πέταξε την ιδέα να πάμε για μπεκάτσες το Σαββατοκύριακο στην Ήπειρο. Όλοι γελάσαμε και αποπήραμε, διότι ούτε καμία πληροφορία είχαμε, ούτε οι καιρικές συνθήκες ήταν τέτοιες που θα μας ενθάρρυναν να πάμε για μπεκάτσες. Αντιθέτως, οι πληροφορίες μας ήταν από κακές έως πολύ κακές, θα έλεγα. Πουθενά δεν είχαν ακουστεί πουλιά, εκτός ελαχίστων περιπτώσεων που μίλαγαν για ένα-δύο πουλιά το πολύ κι αυτά ήταν φαντάσματα. Η συζήτηση όμως άναψε όταν αρχίσαμε να μιλάμε για τα σκυλιά μας κι αυτό που με έκανε να πάρω τελικά την απόφαση και να πάω για μπεκάτσες το συγκεκριμένο Σαββατοκύριακο ήταν το εξής: το καλό κυνηγόσκυλο δεν είναι εκείνο που όταν θα έχει πουλιά θα αρχίσει να τα φερμάρει ένα-ένα. Είναι εκείνο που όταν θα υπάρχει μια μπεκάτσα σε ένα δάσος, θα το κάνει άνω-κάτω για να την βρει και να την «βιδώσει» στο χώμα, όσο φάντασμα κι αν είναι αυτή. Έτσι λοιπόν πήρα την απόφαση εκείνη την ώρα και είπα «Πάμε ρε Τάκη», πρώτον γιατί ήθελα να δω αν το σκυλί μου είναι τόσο καλό όσο πίστευα και δεύτερον για να δω αν όλα αυτά τα καλά λόγια που είχα ακούσει για τα σκυλιά του Τάκη ίσχυαν. Το ραντεβού ήταν Πέμπτη απόγευμα, έξω από το μαγαζί του Τάκη στο Περιστέρι. Θα κυνηγούσαμε από Παρασκευή πρωί έως και Κυριακή απόγευμα. Ο τόπος που θα πηγαίναμε, γνωστός σε όλους, η Ήπειρος. Αφού λοιπόν φορτώσαμε ρούχα, τουφέκια, σκύλους και φαγητά στο φορτηγό, ξεκινήσαμε για το κυνήγι μας. Με του βγήκαμε στην εθνική άρχισαν και τα όνειρα, ότι μπορεί δηλαδή να πέσουμε στο μπάσιμο κι επειδή όλοι έχουν πάει για πέρδικες, αν συμβεί κάτι τέτοιο, θα είμαστε μόνοι μας και η πίτα θα είναι όλη δικιά μας. Θυμηθήκαμε άλλες χρονιές προηγούμενες, ταιριάξαμε και τις ημερομηνίες και όλα καλά. Η μπεκάτσα όμως είναι απρόβλεπτη και δεν έχει ούτε ημερομηνίες, ούτε καιρούς. Έρχεται όποτε θέλει, πάει όπου θέλει, κάθεται όσο θέλει και τέλος φεύγει όποτε θέλει. Αυτό το ξέραμε κατά βάθος και οι δυο μας πολύ καλά. Αυτό όμως που μου έκανε εντύπωση, ήταν η σιγουριά του Τάκη ότι όπως και να ‘χει, το τριήμερο θα βρίσκαμε 5-6 πουλιά και μάλιστα χαρακτηριστικά μου ανέφερε ότι «και τον Αύγουστο να πάμε, εκεί θα βρούμε τουλάχιστον δύο πουλιά». Όλα αυτά όμως, την ώρα που φτάσαμε στο μέρος που θα διανυκτερεύαμε φρόντισα να τα βγάλω από το μυαλό μου και να επανέλθω στην αρχική μου σκέψη, δηλαδή στον σκύλο. Ήθελα έστω και μια να υπήρχε στο δάσος, να την βρω. Και με αυτή την ιδέα στο μυαλό μου κοιμήθηκα.
Το πρωί της Παρασκευής ξεκινήσαμε στις 7:30 το πρωί. Φτιάξαμε το καφεδάκι μας μέσα στο φορτηγάκι, το ήπιαμε και αφού συμφωνήσαμε και οι δυο ότι τέτοιο ύπνο δεν κάνουνε ούτε στα κρεβάτια του σπιτιού μας, ξεκινήσαμε για το πρώτο «κοτέτσι». Όταν είδα μπροστά μου τα ατέλειωτα δάση της Ηπείρου και τα ντούσκα με τα κιτρινισμένα λίγα φύλλα πάνω τους, γιατί τα περισσότερα είχανε πέσει, ένιωσα ένα ρίγος να με διαπερνά, γιατί κακά τα ψέματα, καλές είναι οι πέρδικες και τα ψηλά βουνά, αλλά για μένα «Η βασίλισσα είναι μία και ζει μέσα στο δάσος».
Σταματήσαμε πάνω από ένα μεγάλο και σκοτεινό ρέμα. Όταν βγήκαμε από το αμάξι ήμασταν με τα κοντομάνικα ο Τάκης όμως με συμβούλεψε να βάλω το πουκάμισο γιατί εκεί κάτω ήταν άλλος Θεός. Και πράγματι είχε δίκιο. Με του που αρχίσαμε να κατεβαίνουμε το ρέμα, η υγρασία είχε αρχίσει να με τρυπάει. Εγώ είχα πάρει μαζί μου την αγαπημένη μου BREDA και ο Τάκης τον ΦΟΥΕΓΚΟ. Λύσαμε ακριβώς στις 9 το πρωί. Τα σκυλιά αρχίσανε να κεντάνε στην κυριολεξία το δάσος. Ο ΦΟΥΕΓΚΟ που ήταν πολύ πιο έμπειρος, ήξερε ακριβώς τα μέρη που χτύπαγε. Τα τσεκάριζε, ξεκαθάριζε γρήγορα και συνέχιζε. Η BREDA άρχισε να κάνει λασέ δεξιά-αριστερά, με έναν ρυθμό εξωφρενικό. Ο Τάκης όμως που κατάλαβε την ανησυχία μου, μου φώναξε από πάνω «άστην, θα καταλάβει μόλις συναντήσει την πρώτη». Βλέπετε η BREDA είναι 3 χρονών και οι εμπειρίες της στην μπεκάτσα, λόγω των αγώνων, είναι ελάχιστες. Η κουβέντα όμως του φίλου μου, ήρθε να επαληθευτεί λίγα λεπτά αργότερα και να μου δείξει ότι αυτός ο άνθρωπος έχει τεράστιες γνώσεις κι εμπειρίες στο θέμα «πόιντερ και πρακτικό κυνήγι». Η σκύλα κόβει ξαφνικά αριστερά και αρχίζει να ανεβάζει γρήγορα και πριν προλάβει να φερμάρει, η μπεκάτσα που ήταν και ανήσυχη, σηκώθηκε δυνατά μπροστά της και έφυγε περνώντας πάνω από τον Τάκη και αφήνοντας την σκύλα άναυδη και ακίνητη κι εδώ φίλοι μου ήταν το καλύτερο. Ο Τάκης δεν σήκωσε το τουφέκι, παρότι εγώ του φώναξα «πάνω σου», παρά γύρισε και μου είπε ότι θα την πάρουμε πιο κάτω, που θα την φερμάρει η BREDA. Ο Τάκης είχε δει που έπιασε το πουλί και με φώναξε ν’ ανέβω πιο πάνω, να πάμε να την ξαναβρούμε. Μόλις πλησιάσαμε στο μέρος που είχε πιάσει, έστειλε τον ΦΟΥΕΓΚΟ στην τελείως αντίθετη πλευρά από εκείνη που ήταν το πουλί και μου είπε να βάλω την BREDA σ’ ένα ρεματάκι που είχαμε μπροστά μας, λέγοντάς μου ότι ο ΦΟΥΕΓΚΟ έχει δαγκώσει πολλές κι αυτό το πουλί δεν είναι δικό του, είναι της σκύλας. Πραγματικά, μόλις άρχισε να κατεβαίνει το ρεματάκι, η σκύλα σηκώνει το κεφάλι ψηλά, κάνει ένα μικρό ποντάρισμα και μένει. «Ανοίξου δεξιά» μου λέει ο Τάκης και φεύγω. Εκείνη την στιγμή έρχεται και ο παμπόνηρος ΦΟΥΕΓΚΟ από αριστερά και συναινεί. Αυτά τα δευτερόλεπτα μέχρι να σηκωθεί το πουλί, μου φάνηκαν αιώνας. Το πουλί σηκώθηκε ρουαγιάλ, γιατί ήταν μπλοκαρισμένο κι από τα δύο σκυλιά. Ρίχνω ένα ντουμπλέ και βλέπω την BREDA να κρατάει στο στόμα της την μπεκάτσα με τέτοια περηφάνια, λες και ήταν σε παρέλαση. Από τη χαρά μου δεν ήξερα ποιον να αγκαλιάσω πρώτα, την BREDA ή τον Τάκη. Γιατί ναι μεν αυτή την βρήκε και την κάρφωσε κάτω αλλά χωρίς την βοήθεια του Τάκη, ίσως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά. Θα ήθελα μέσα από αυτές τις γραμμές να του δώσω συγχαρητήρια για το κυνοφιλικό του ήθος και να τον ευχαριστήσω γι αυτή την πολύ μεγάλη κυνηγετική στιγμή που μου χάρισε. Αφού πήραμε την πρώτη μας μπεκάτσα φέτος, αρχίσαμε να περπατάμε το ρέμα προς τα κάτω. Σε κάποια στιγμή κι αφού είχαν περάσει περίπου δύο ώρες και τα σκυλιά δουλεύανε με ένα ρυθμό εκπληκτικό, ήρθε η σειρά του δασκάλου. Ένα απότομο ποϊντερίσιο κόψιμο δεξιά κι αμέσως φέρμα. «Τάκη, φέρμα ο ΦΟΥΕΓΚΟ», φώναξα. «Κάνε ησυχία και βγες στο καθαρό» μου λέει. Ο ΦΟΥΕΓΚΟ είχε φερμάρει μπροστά σε ένα πουρνάρι μικρό. Εγώ είχα αμφιθεατρική θέα από εκεί που βγήκα και είδα κάτι που θα το λέω μέχρι και στα εγγόνια μου. Όταν ο Τάκης πλησίασε τον ΦΟΥΕΓΚΟ, ο σκύλος έφυγε σαν γάτα, έκανε το ημικύκλιο του θάμνου και σταμάτησε ακριβώς απέναντι από τον Τάκη, σαν να ήθελε να του βάλει την μπεκάτσα μέσα στο γιλέκο. Κι αυτό ακριβώς έγινε. Το πουλί έφυγε νευρικά και χαμηλά, σχεδόν ένα με το έδαφος, όμως ο Τάκης δεν χαρίζει μια τουφεκιά και η δεύτερη μπεκάτσα ήταν γεγονός. «Μπράβο Τάκη» φώναξα. «Τα μπράβο όχι σε μένα, αλλά σ’ αυτόν» μου απάντησε και είχε δίκιο.
Μόλις πήραμε το πουλί, αρχίσαμε να παίρνουμε τα πάνω μας και αποφασίσαμε να αλλάξουμε τόπο και να πάμε πιο ψηλά, πιστεύοντας ότι τα πουλιά που θα έχουν μπει, θα είναι πιο ψηλά και θα βρούμε πιο πολλά. Έτσι κι έγινε. Κατά τις 12 το μεσημέρι είχαμε πάει στον τόπο που θα συνεχίζαμε το κυνήγι μας. Συμφωνήσαμε να κυνηγήσουμε μέχρι τις 3 και να σταματήσουμε να κάνουμε ένα διάλειμμα, να φάμε και να ξεκουράσουμε τα σκυλιά. Ο τόπος ήταν φανταστικός παρότι ήμασταν πολύ ψηλά. Το χώμα ήταν μούσκεμα, μανιτάρια παντού και η μούχλα σου έσπαγε τη μύτη. Ο Τάκης έβγαλε αυτή τη φορά έξω τον ΦΕΛΙΞ, γνωστό από τις επιτυχίες του στους αγώνες της ορεινής πέρδικας που διοργανώνει ο ΟΚΑΔΕ. Εγώ συνέχισα με την BREDA, διότι δεν είχα και άλλο σκυλί μαζί μου. (Πρόσφατα έχασα την ALORA από το σπίτι, όπως θα δείτε και στις επόμενες σελίδες του περιοδικού και παρακαλώ όποιον έχει κάποια πληροφορία να μου τηλεφωνήσει). Ο ΦΕΛΙΞ είναι ένας πραγματικός οδοστρωτήρας. Έφυγε με ένα ρυθμό εξωπραγματικό, χωρίς όμως να χάνει την επαφή του μαζί μας. Στον ίδιο ρυθμό και λίγο πιο χαλαρό όμως, παρέσυρε και την BREDA. Περπατήσαμε έτσι περίπου δύο ώρες και έχω την εντύπωση ότι δεν αφήσαμε σπιθαμή απάτητη. Τα σκυλιά δεν σταμάτησαν ούτε για τσεκάρισμα κι έτσι αποφασίσαμε να γυρίσουμε προς το αμάξι. Αφού φτάσαμε 100 μέτρα περίπου από το αυτοκίνητο, είδαμε τον ΦΕΛΙΞ να σταματάει λες και κουτούλησε τοίχο από πίσω και δεξιά του. Κοκκάλωσε και η BREDA. Ήμασταν μέσα σε χαμηλά ντούσκα. Τρέξαμε, πήραμε και οι δυο όσο πιο καλή θέση μπορούσαμε, αλλά αυτή τη φορά η μπεκάτσα είχε άλλη γνώμη. Σηκώθηκε απότομα ανάμεσά μας. Δεν τουφέκισε κανείς μας κι άρχισε τα σλάλομ μέσα στα κοντοντούσκα. Όταν πια την είδαμε ήταν πολύ αργά και το φτερό της ήταν τέτοιο, που πρέπει να άλλαξε νομό. Γυρίσαμε λοιπόν στο αμάξι, φάγαμε, ξεκουραστήκαμε κι αλλάξαμε ξανά τόπο για χαμηλά, μήπως τελικά και τα πουλιά ήταν όλα χαμηλά. Φτάσαμε στο ποτάμι κατά τις 4.30 το απόγευμα. Είχαμε μια ώρα καιρό και είπαμε να βγάλουμε τα κουτάβια που είχαμε μαζί μια βολτίτσα, για να δούμε πιο πολύ πως πατάνε και την νοοτροπία τους. Πραγματικά, φίλοι μου, είναι πολύ ωραίο να βλέπεις χρονιάρικα σκυλάκια να τρυπάνε τις βατσινιές και τις αγριοτριανταφυλλιές από το πάθος τους, να μπερδεύονται μέσα και να μην ξέρουν ακόμα πως θα βγουν έξω από τα πυκνά και όταν βγαίνουν να έρχονται όλο χαρά πάνω σου, να σου κλέψουν ένα χάδι και να ξαναφεύγουν γεμάτα χαρά να κυνηγήσουν κανένα κότσυφα και κανένα μικρόπουλο στις άκρες του ποταμού, γιατί εκεί δυστυχώς και την άλλη μέρα που ψάξαμε μέχρι το μεσημέρι, μπεκάτσα δεν υπήρχε. Το απόγευμα του Σαββάτου «χτυπήσαμε» ένα κομμάτι με ρέματα, ντούσκα και πουρνάρια μπερδεμένα. Εκεί ήταν η σειρά του ΦΩΞ να μας δείξει πως κυνηγάει ένα πόιντερ και στα πουρνάρια. Καθώς προχωρούσαμε στα ντούσκα, έφυγε ένα πουλί μόνο του μπροστά μας και πήγε μέσα στα πουρνάρια. Φωνάξαμε τα σκυλιά και τα πήγαμε προς τα εκεί. Ο ΦΩΞ μπήκε μέσα και το μόνο που ακούγαμε για μία ώρα ήταν το καμπανάκι του. Η BREDA έμπαινε-έβγαινε, με κοίταζε και ξανάμπαινε μέσα. Τα σκυλιά κάνανε τέσσερα σηκώματα. Ευτυχώς καταφέραμε και πήραμε μία και την έπιασε ο ΦΩΞ, αλλιώς μου φαίνεται ότι αυτός ο τρελός ακόμα εκεί μέσα θα ήταν. Βλέπετε η τρέλα είναι κληρονομική, γιος του ΦΕΛΙΞ είναι, τι περιμένεις…
Και έτσι ωραία και καλά φτάσαμε στο ξημέρωμα της Κυριακής, να πίνουμε το καφεδάκι μας στο φορτηγάκι. Αποφασίσαμε να κυνηγήσουμε ένα μέρος ακόμα με ντούσκα κι ας είχαμε αφήσει πουλιά στα πουρνάρια, γιατί την μπεκάτσα με αυτά τα σκυλιά την ευχαριστιέσαι μέσα στο δάσος, που μπορείς να δεις όλες τις ενέργειες του σκύλου σου, από το ανέβασμα μέχρι την ιερή στιγμή της φέρμας. Έτσι κι αλλιώς, όλα τα σκυλιά πια είχαν πάρει τον μεζέ τους. Αυτή τη φορά ξεκινήσαμε με τρία σκυλιά, την BREDA, τον ΦΟΥΕΓΚΟ και τον ΦΕΛΙΞ. Θα κυνηγάγαμε δύο ώρες και μετά θα ξεκινάγαμε για τον άχαρο δρόμο της επιστροφής.
Με το που μπήκαμε στο δάσος, μετά από 20 λεπτά περίπου, αρχίσανε οι φέρμες και οι συναινέσεις, χωρίς όμως να βλέπουμε θήραμα. Δύο πράγματα μου λέει ο Τάκης μπορεί να συμβαίνουν: ή τα πουλιά φεύγουν μπροστά ή κάποιος λαγός είναι μπροστά μας και «σέρνει». Πραγματικά, μετά από λίγο και αφού δεν βλέπαμε τα σκυλιά, γιατί ήταν πίσω από ένα τούμπι, σταμάτησαν τα καμπανάκια. Τρέχοντας, ανεβήκαμε το τούμπι και βλέπουμε τρία πόιντερ στην φέρμα με τα μάτια τους να βγάζουν φλόγες. Αφού τα θαυμάσαμε για κάποια δευτερόλεπτα, ξεκινήσαμε να πάρουμε θέση, γιατί ήταν λίγο δύσκολο το μέρος και δεν ξέραμε από πού θα μας βγει. Ο Τάκης πάει προς το πυκνό, εγώ προς το καθαρό. Ξαφνικά ακούω την μπηχτή τουφεκιά του Τάκη και κοιτάζω προς τα πάνω. Έλα όμως που βγήκε προς τα κάτω ένα λάγαρος σαν ζαρκάδι. Γυρνάω, του ρίχνω έναν ντουμπλέ, τον ξεμαλλιάζω, αλλά βλέπετε τα 10άρια διασποράς που χρησιμοποιώ ήταν πολύ λίγα γι αυτό το τέρας και δυστυχώς αφού με χαιρέτησε, έφυγε. Κυνηγήσαμε μετά απ’ αυτό το περιστατικό, περίπου καμία ώρα ακόμα, όμως πουλιά άλλα δεν συναντήσαμε.
Γυρνώντας στο αμάξι όμως ήμασταν πολύ ευχαριστημένοι και ικανοποιημένοι και οι δύο, πρώτον γιατί είμαστε σίγουροι για τα σκυλιά μας ότι από εκεί που περάσαμε, πουλιά δεν αφήσαμε κι αυτό φρόντισαν να μας το αποδείξουν τα ίδια τα σκυλιά μας με τον τρόπο και τις ενέργειές τους όλο το τριήμερο και δεύτερον γιατί στο κυνήγι με σκύλους φέρμας ποτέ δεν μετράει η ποσότητα, αλλά πάντα μετράει η ποιότητα κι από αυτό δόξα τω Θεώ χορτάσαμε.
Ένα πολύ μεγάλο ευχαριστώ σ’ αυτόν τον πραγματικά πολύ έμπειρο μπεκατσοκυνηγό, τον Τάκη τον Σβεστονώφ, που με εμπιστεύτηκε και με πήγε στα «κοτέτσια του», καθώς επίσης και στον τρόπο που μεταχειρίστηκε κυνηγετικά την BREDA μου. Επίσης ένα μεγάλο ευχαριστώ στον κ. Λελούδα για τις σελίδες που μου παραχωρεί, στο καλύτερο κυνηγετικό έντυπο της χώρας μας.
Του Νίκου Στεφανάτου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου