Η εκπαίδευση του κουταβιού από τους ειδικούςΜετά τη δημοσίευση του πρώτου μέρους του αφιερώματος στον ελληνικό ιχνηλάτη, δεχτήκαμε πολλά τηλεφωνήματα από φίλους κυνηγούς απ’ όλη την Ελλάδα.
Αποφασίσαμε να συνεχίσουμε τις αναφορές σε αυτήν την υπέροχη φυλή και να δώσουμε ώθηση στους πραγματικούς πρωταγωνιστές, δηλαδή στα σκυλιά.
Όταν ο λόγος είναι απλός, αληθινός και ακατέργαστος τότε μιλάει κατευθείαν στις καρδιές των ανθρώπων. Η φωνή του πρωταθλητή Δημήτρη Βουδούρη, που έλεγε ότι υπάρχουν στο χώρο πολλοί επιτήδειοι που μετατρέπουν σε κέρδος την ανάγκη του κυνηγού για ένα σύντροφο και ότι αυτοί πρέπει να απομονωθούν, φαίνεται ότι βρήκε πολλούς υποστηρικτές. Επίσης, μεγάλη αποδοχή στον κυνηγετικό κόσμο έτυχε η αναφορά του κ. Βουδούρη για τη διοργάνωση και καθιέρωση, αγώνων ιχνηλασίας.
Συνεχίζοντας το αφιέρωμα στον ελληνικό ιχνηλάτη, το «Κ&Φ» απευθύνθηκε σε εκτροφείς της συγκεκριμένης φυλής και έθεσε ερωτήματα σχετικά με την επιλογή και την εκπαίδευση των κουταβιών. Οι εκτροφείς, είτε επαγγελματίες είτε όχι, λόγω της συνεχούς επαφής βλέπουν καλύτερα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των σκύλων και μέσα από τη δουλειά τους έχουν αναπτύξει μεθόδους για την εκπαίδευση, την προαγωγή των προτερημάτων και τη μείωση των λαθών. Και όλοι γνωρίζουμε ότι ένα λάθος στην εκπαίδευση του νεαρού κυνηγόσκυλου μπορεί να παραμένει για πολύ καιρό, αν όχι για πάντα και πολύ δύσκολα θα ξεπεραστεί.
Οι ερωτήσεις είναι ίδιες για όλους τους εκτροφείς, ώστε να γίνουν κατανοητά όλα τα στάδια της εκπαίδευσης του κουταβιού, από τη γέννα μέχρι την πρώτη κυνηγετική εξόρμηση. Έτσι είχαμε τη χαρά να μιλήσουμε με τον κ. Γιώργο Μπακατσούλα από τα Ιωάννινα, τον πρόεδρο του Ομίλου Φίλων Ελληνικού Ιχνηλάτη κ. Ιωάννη Κουγγέλη, και το λάτρη της φυλής, κ. Δημήτρη Βουδούρη.
«Κυνηγός & Φύση»: Πώς επιλέγουμε ένα κουτάβι μέσα από μια γέννα;
«Ιωάννης Κουγγέλης»:
Η επιλογή του καλύτερου κουταβιού μιας γέννας, γίνεται κατά τη γνώμη μου, εφόσον τα κουτάβια είναι τουλάχιστον δύο μηνών κοντά στη μάνα και αν είναι δυνατόν να γίνουν τεσσάρων μηνών, τόσο το καλύτερο. Ξεχωρίζουμε το πιο ζωηρό, το πιο έξυπνο, αυτό το οποίο έχει τόλμη και οι κινήσεις του είναι σπινθηροβόλες, τα μάτια του γυαλίζουν, δηλαδή με άλλα λόγια δεν είναι μαλθακό. Ένα από τα κριτήρια επιλογής, ίσως και από τα πιο βασικά, είναι να έχει έντονα χρώματα (μαύρο, πύρινο). Αυτό πηγάζει και από την επιλογή της φύσης, βλέποντας ότι τα πιο επιβλητικά, δυνατά και κυρίαρχα ζώα είναι αυτά που παίρνουν πρωτοβουλία και έχουν μεγάλα κυνηγετικά προσόντα. Ενστερνίζομαι λοιπόν την άποψη του φίλο μου δημοσιογράφου, Γιώργου Στεργιόπουλου, που εκτρέφει Γερμανικό Ποιμενικό και σε συνεργασία πολλών χρόνων με το Γερμανικό κλαμπ (γερμανικού ποιμενικού) κατέληξε ότι τα καλύτερα από όλες τις απόψεις κουτάβια, είναι αυτά που έχουν έντονα χρώματα.
«Γιώργος Μπακατσούλας»:
Η επιλογή ενός κουταβιού Ελληνικού Ιχνηλάτη, γίνεται σε ηλικία 55 έως 60 ημερών.
Το κουτάβι πρέπει να έχει μια υγιή εικόνα, μάτια λαμπερά-καθαρά, τρίχωμα που γυαλίζει, σωματική αρτιότητα χωρίς δυσπλασίες και φυσικά καλή συμμετρία των μελών του. Η θέση-κίνηση της ουράς, καθώς και η εγρήγορση των ματιών, αποτελούν για μένα την αποτελεσματικότερη αξιολόγηση των κουταβιών. Το ¬κουτάβι σε αυτήν την ηλικία όταν το τοποθετούμε σε στέγαστρο ύψους δυο και πλέον μέτρων, πρέπει να κινείται και να περπατάει σαν να πατάει στο έδαφος και να προσπαθεί να βρει τρόπο να κατέβει. Επίσης, αν το τοποθετήσουμε ανάσκελα και το πιέζουμε στην κοιλιά πρέπει να αγωνιστεί-παλέψει, ώστε να σταθεί ξανά στα πόδια του. Το κουτάβι πρέπει να δείχνει θάρρος και τόλμη σε κάθε νέο ερέθισμα (αυτοκίνητα, ζώα, ανθρώπους κ.τ.λ). Να αγωνίζεται και να παλεύει για τη διεκδίκηση κάθε αντικειμένου, κόκαλου κ.λ.π. Να ακολουθεί-κυνηγά, ό,τι κινείται στο οπτικό του πεδίο και επίσης πρέπει να δαγκώνει στη μυρωδιά αίματος από θήραμα (λαγό-κουνέλι).
«Δημήτρης Βουδούρης»:
Μετά την ηλικία των δύο μηνών, μπορούμε να επιλέξουμε ένα κουτάβι μέσα από μια γέννα. Αν το κάνουμε νωρίτερα, απλώς θα τραβήξουμε ένα λαχείο. Το κουτάβι αρχίζει να δείχνει τα σημάδια του χαρακτήρα και της προσωπικότητάς του, μετά από αυτήν την ηλικία. Το κουτάβι πρέπει να είναι δραστήριο, ζωηρό και όχι φοβισμένο. Να έχει φυσικά σωστή σωματική διάπλαση και όσο γίνεται έντονα χρώματα. Με ένα λαγοτόμαρο το οποίο θα σύρουμε στο έδαφος μπορούμε να δούμε, όχι βέβαια πιο κουτάβι ιχνηλατεί, αλλά ποιο δείχνει ενδιαφέρον στο διαφορετικό και στην πρόκληση και ποιο είναι αδιάφορο και φοβάται. Όλα αυτά όμως, ενδέχεται να έχουν λίγη σημασία. Μπορεί να διαλέξεις τελευταίος και να πάρεις το καλύτερο σκυλί. Μέσα σε μια όμορφη γέννα είναι πράγματι δύσκολο να ξεχωρίσεις ένα κουτάβι. Αν δεν τα καταφέρεις με καμία από τις παραπάνω μεθόδους, τότε διάλεξε αυτό που η καρδιά σου θα σου δείξει και να μην ξεχνάμε ότι το «δέσιμο» και η συνεχής εκπαίδευση θα βγάλουν τον πρωταθλητή.
«Κ&Φ»: Ποια είναι τα πρώτα βήματα και η βασική εκπαίδευση του κουταβιού;
«Ιωάννης Κουγγέλης»:
Τα πρώτα βήματα του κουταβιού μας, γίνονται σε ηλικία από έξι έως εννέα μηνών. Βγάζουμε το κουτάβι στους δρόμους, κοντά σε ανθρώπους, σε αυτοκίνητα, μαζί με άλλους σκύλους κ.τ.λ. Παράλληλα του δίνουμε παραγγέλματα όπως «πλευρό» και «κάτω». Επίσης, το βγάζουμε στη φύση για να γνωρίσει τις μυρωδιές, να έρθει σε επαφή με τα ζώα (οικόσιτα και άγρια), και φυσικά, το μαθαίνουμε να έρχεται φωνάζοντας το όνομά του, ή με τη σφυρίχτρα ή έλα εδώ κ.τ.λ. Πάντα το επιβραβεύουμε και του δίνουμε κάποια λιχουδιά. Βασική αρχή του εκπαιδευτή-ιδιοκτήτη, είναι ότι δε χτυπάμε ποτέ το κουτάβι. Μόνο με τη φωνή, με κοφτά παραγγέλματα, με διαφορετικό τόνο στο καλό ή στο κακό. Έτσι το κουτάβι μας κοινωνικοποιείται. Αυτή είναι η βασική εκπαίδευση υπακοής και καλής συμπεριφοράς που γίνεται πριν την κυνηγετική εκπαίδευση.
«Γιώργος Μπακατσούλας»:
Η βασική εκπαίδευση αρχίζει από τη 10η ημέρα των κουταβιών έως την ηλικία των έξι μηνών. Από τη 10η ημέρα και έπειτα, το κουτάβι πρέπει να έρθει σε επαφή με όσα περισσότερα πράγματα, ζώα και ανθρώπους, ώστε να κοινωνικοποιηθεί πλήρως. Επίσης, το κουτάβι πρέπει να μάθει τις βασικότερες εντολές «έλα-κάτω-μη» και να αποδεχτεί ότι ο αρχηγός της αγέλης είναι το αφεντικό του και όχι ο ίδιος ο σκύλος που συνήθως είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι ιδιοκτήτες ελληνικού ιχνηλάτη που είναι κυρίαρχο ζώο με αρχηγικές τάσεις.
«Δημήτρης Βουδούρης»:
Η βασική εκπαίδευση ξεκινά στην ηλικία των δύο-τριών μηνών με τη μάθηση των αρχικών εντολών «έλα» και «μη». Στη συνέχεια πρέπει να μάθουμε στο κουτάβι μας να ανεβαίνει στο αυτοκίνητο και να δέχεται ευχάριστα τη μεταφορά. Επίσης, το σκυλί πρέπει να έχει επαφή με οικόσιτα ζώα και πουλερικά, καθώς και με άλλα σκυλιά. Το κουτάβι μας πρέπει να έχει επαφή με ανθρώπους και να μη φοβάται.
Ένα άλλο θέμα που απασχολεί τους ιδιοκτήτες είναι η κροτοφοβία. Νομίζω ότι κακώς ασχολούνται με αυτό το θέμα κάνοντας ξαφνικά τουφεκιές, δυνατούς θορύβους κατά τη διάρκεια του φαγητού κ.τ.λ. Στο κυνήγι του λαγού, η τουφεκιά είναι χρονικά πολύ μπροστά από το σκυλί και δεν το επηρεάζει, όπως για παράδειγμα στο κυνήγι της μπεκάτσας.
«Κ&Φ»: Σε ποια ηλικία αρχίζουμε την κυνηγετική εκπαίδευση και με ποιον τρόπο;
«Ιωάννης Κουγγέλης»:
Από εννέα μηνών και άνω, ο σκύλος έχει αποκρυσταλλώσει γνώμη και ό,τι μαθαίνει δεν το ξεχνάει. Τότε, αφού τελειώσει η βασική αρχίζει η κυνηγετική εκπαίδευση. Προσωπικά, η πείρα μου έχει διδάξει ότι ο καλύτερος τρόπος εκπαίδευσης είναι το κουνέλι και όχι το εκπαιδευτήριο λαγού. Εκπαιδευτήριο λαγού, σημαίνει χώρος περιφραγμένος, περιορισμένος σε βλάστηση που φέρει πολλές μυρωδιές από σκύλους, ανθρώπους και λαγούς. Οι λαγοί έχουν συγκεκριμένες θέσεις πιασίματος (γιατάκια), αναλόγως τις καιρικές συνθήκες, όποτε ο ελληνικός ιχνηλάτης που είναι πολύ έξυπνο σκυλί, μαθαίνει τα γιατάκια απομνημονεύοντάς τα εύκολα και δεν βάζει μύτη κάτω, παρά πηγαίνει με το κεφάλι ψηλά και ξεφωλιάζει τους λαγούς (στα συγκεκριμένα γιατάκια) και τους κυνηγάει με το βλέμμα και όχι με το χνάρι.
Η εκπαίδευση με το κουνέλι γίνεται ως εξής: Παίρνουμε το σκυλί έξω στη φύση σε μια περιοχή με αραιή βλάστηση (θαμνότοπο). Δένουμε κάπου το σκυλί, ώστε να μας βλέπει και αφού μυρίσει το κουνέλι, το αφήνουμε από το κουτί του χωρίς να το πιάσουμε στα χέρια μας. Η πρώτη αντίδραση του σκύλου, αφού αρχίσει το κουνέλι να φεύγει, είναι να πηδάει και να θέλει λυθεί, ίσως μάλιστα και να κλαφουνίζει (το ένστικτο του ιχνηλάτη).
Στη συνέχεια, δένουμε τον ιχνηλάτη μας με ένα μακρύ σχοινί (7 μέτρα χωρίς κόμπο στην άκρη) και τον αφήνουμε να πάει εκεί που είδε το κουνέλι, το οποίο εκ των προτέρων έχουμε φροντίσει να κρυφτεί στους θάμνους. Τότε, θα δούμε για πρώτη φορά το σκύλο μας να ιχνηλατεί και να ψάχνει να βρει το κουνέλι. Όπως το σκυλί ψάχνει, το σχοινί ελίσσεται ανάμεσα στους θάμνους χωρίς να μπερδεύεται, ενώ εμείς ακολουθούμε από απόσταση δέκα μέτρων. Στο βγάλσιμο του κουνελιού, ο σκύλος θα τρέξει να το πιάσει, αλλά εμείς από μακριά κρατάμε το σχοινί ώστε το κουνέλι να φύγει μπροστά από τον σκύλο που θα κλαίει.
Όρος απαράβατος: ποτέ το σκυλί δεν πρέπει να πιάσει το κουνέλι στο στόμα του. Εδώ τελείωσε το πρώτο μάθημα και αφού κρυφά πάρουμε το κουνέλι και χαϊδέψουμε το σκύλο μας, τον οδηγούμε στο αυτοκίνητο. Το δεύτερο μάθημα γίνεται την επόμενη μέρα.
Χωρίς να βγάλουμε το σκύλο από το αυτοκίνητο, αφήνουμε το κουνέλι κατά τον ίδιο τρόπο ανάμεσα στους θάμνους και αφού κρυφτεί διανύοντας μια απόσταση 50-60 μέτρων, βγάζουμε το σκυλί με το σχοινί δεμένο και το οδηγούμε εκεί που πρωτοξεκίνησε το κουνέλι μας. Ο σκύλος θα αρχίσει να ιχνηλατεί και να πηγαίνει στα χνάρια του κουνελιού. Όταν πλησιάσει και το ξεφωλιάσει, αρπάζουμε το σχοινί και ενώ το κουνέλι φεύγει, ο σκύλος κλαφουνίζει και θέλει να το πιάσει. Το δεύτερο μάθημα τελείωσε εδώ.
Αυτά τα μαθήματα θα γίνονται μεγαλώνοντας το χρόνο έως και μισή ώρα, από τη στιγμή που θα αφήσουμε το κουνέλι μέχρι να βγάλουμε το σκύλο μας για να το βρει. Όταν ο ιχνηλάτης μας, βρίσκει το κουνέλι όπου και αν έχει πάει και το διώκει, σταματάμε την εκπαίδευση με το κουνέλι. Συνήθως σε 6-10 εξόδους μαθημάτων, ο ιχνηλάτης μας είναι έτοιμος για το βουνό μόνος του και χωρίς άλλο έμπειρο σκύλο.
«Γιώργος Μπακατσούλας»:
Από την ηλικία των δύο μηνών φέρνουμε σε επαφή το κουτάβι με σκοτωμένο λαγό, ώστε να γευτεί το αίμα του ζώου. Αυτό συνεχίζεται μέχρι την ηλικία των τεσσάρων μηνών. Τότε αρχίζουμε την ιχνηλασία για την ανεύρεση σκοτωμένου ζώου ή δέρματος λαγού που σέρνουμε στο έδαφος. Στη συνέχεια, σε ηλικία πέντε μηνών κάνουμε χρήση ζωντανού κουνελιού, το οποίο όταν το σκυλί το πιάσει, το θανατώνουμε ώστε πάλι να γευτεί τη σάρκα και το αίμα του. Όσο μεγαλώνει το σκυλί, αυξάνουμε το βαθμό δυσκολίας της ιχνηλασίας, αφήνοντας περισσότερο χρόνο να περάσει από τη στιγμή που θα αφήσουμε το κουνέλι, έτσι ώστε το σκυλί να κυνηγάει ιχνηλατώντας και όχι με το μάτι. Από την ηλικία των έξι μηνών και άνω, το σκυλί μπορεί να επισκεφτεί εκπαιδευτήριο λαγού, αλλά μόνο για 2-3 φορές και όχι μαζί με άλλο σκυλί.
«Δημήτρης Βουδούρης»:
Όταν το κουτάβι μας φτάσει την ηλικία των έξι μηνών, μπορούμε να αρχίσουμε την κυνηγετική εκπαίδευση. Τα πρώτα βήματα γίνονται με το κουνέλι. Στην αρχή έχουμε μόνο οπτική επαφή. Περιορίζουμε ένα χώρο, ή δένουμε το κουτάβι με ένα σχοινί και στη συνέχεια αφήνουμε κοντά του ένα κουνέλι. Το κουτάβι βλέποντας το κουνέλι να πηδά και να απομακρύνεται αρχίζει να γαβγίζει και να θέλει να λυθεί για να το πιάσει. Όταν απομακρυνθεί αρκετά το κουνέλι, τότε λύνουμε το σκυλί στο σημείο του ντορού και αυτό αρχίζει να το ιχνηλατεί μέχρι να το φτάσει και να το πιάσει. Όταν το δαγκώσει μερικές φορές, χαϊδεύουμε το σκυλί και εδώ τελειώνει το πρώτο μάθημα. Στη συνέχεια, επαναλαμβάνουμε τη διαδικασία μέχρι να δούμε το κουτάβι να ιχνηλατεί κανονικά στο ντορό του κουνελιού. Αν βέβαια ο σκύλος τα καταφέρνει καλά, τότε δυσκολεύουμε τη διαδικασία, επιτείνοντας το χρόνο που θα λύσουμε το κουτάβι και διώχνουμε το κουνέλι, ώστε να απομακρυνθεί αρκετά μακριά.
Όταν το κουτάβι δείξει ότι έχει καταλάβει και ιχνηλατεί αρκετά καλά, τότε κάνουμε επίσκεψη σε λαγοτροφείο, όχι όμως περισσότερες από δύο-τρεις, γιατί μετά θα κάνουμε ζημιά στο σκυλί. Καλά είναι να επιλέξουμε ένα μικρό λαγοτροφείο και να λύσουμε το σκυλί νωρίς το πρωί μόνο του.
«Κ&Φ»: Πότε βγαίνει το σκυλί στο βουνό και με ποιον τρόπο;
«Ιωάννης Κουγγέλης»:
Το επόμενο βήμα, είναι η εκπαίδευση με το πραγματικό θήραμα, το λαγό. Αξημέρωτα εντοπίζουμε ένα λαγό, βγάζουμε τον ιχνηλάτη μας από το αυτοκίνητο και τον αφήνουμε στο ντόρο του. Τότε βλέπουμε το σκυλί μας να ψάχνει και να διώκει για πρώτη φορά το λαγό και να απομακρύνεται από εμάς. Αυτήν την εκπαίδευση την επαναλαμβάνουμε για 2-3 φορές. Στη συνέχεια, πάμε τον ιχνηλάτη μας ξημερώματα σε μέρος με φρέσκιες βερβελιές λαγού (ξέφωτα, λάκες), και αυτός ιχνηλατεί, εμείς τον βοηθάμε να μπει στο πυκνό όπου και κρύβεται ο λαγός. Αφού δούμε πλέον ότι έχει μπει στο ντορό καλά, μετά από λίγες εξόδους παίρνουμε και έναν έμπειρο ιχνηλάτη και βοηθάμε το μαθητή μας. Πάντα πιάνουμε τον έμπειρο ιχνηλάτη πριν το ξεφώλιασμα, δίνοντας πρωτοβουλία στον αρχάριο, ώστε να μη γίνει κομπάρσος στα μεγάλα σκυλιά και τα περιμένει όλα έτοιμα. Μετά από όλα αυτά, το ιχνηλάτης είναι πραγματικά έτοιμος για το κυνήγι. Φυσικά η εμπειρία θα τον κάνουν συνεχώς καλύτερο.
«Γιώργος Μπακατσούλας»:
Το σκυλί εάν είναι θηλυκό το βγάζουμε στο βουνό σε ηλικία οκτώ μηνών. Αν είναι αρσενικό δέκα μηνών. Τα κουτάβια πρέπει να εκπαιδευτούν μόνα τους και όχι μαζί με μεγάλα και έμπειρα λαγόσκυλα. Το μεγαλύτερο λάθος των κυνηγών είναι να αφήνουν τα σκυλιά τους μαζί με άλλα έμπειρα σκυλιά, τα οποία ακολουθούν από πίσω χωρίς να παίρνουν καμία πρωτοβουλία.
Κατά τη διάρκεια των πρώτων εξόδων, πρέπει να φροντίσουμε ώστε το σκυλί να έρθει σε επαφή με το θήραμα. Αυτό μπορούμε να το κάνουμε αν επισκεφτούμε το λαγότοπο πριν ξημερώσει, ή να πάμε σε ένα λαγοτροφείο. Ανάλογα με την εξέλιξη του σκύλου, μπορούμε να καθυστερήσουμε την έξοδό μας ώστε να δυσκολέψουμε την ιχνηλασία. Το σκυλί πρέπει να αρχίζει να ξεφωλιάζει μέχρι την ηλικία των 12-15 μηνών. Βέβαια, η αίσθηση του θηράματος (ταλέντο), είναι κάτι που δεν εκπαιδεύεται και μόνο η ίδια η φύση του ζώου αποφασίζει γι’ αυτό. Έτσι είναι ξεκάθαρο ότι υπάρχουν σκυλιά με ταλέντο και άλλα χωρίς. Δυστυχώς, ένα σκυλί χωρίς ταλέντο όσο και να εκπαιδευτεί, θα παραμείνει ένα μέτριο σκυλί. Μπορεί να ξεφωλιάζει και να κυνηγάει το λαγό αλλά θα υστερεί στην αίσθηση του θηράματος.
«Δημήτρης Βουδούρης»:
Όταν το κουτάβι μας φτάσει στην ηλικία των εννέα μηνών και αφού έχει ολοκληρώσει τη βασική εκπαίδευση υπακοής, την εκπαίδευση με το κουνέλι και τις επισκέψεις σε λαγοτροφείο, τότε είναι έτοιμο για να το βγάλουμε στο βουνό. Στην αρχή, μπορούμε να λύσουμε το σκυλί σε ένα λαγό που θα εντοπίσουμε το ξημέρωμα με τα φώτα του αυτοκινήτου. Έτσι θα δώσουμε την ευκαιρία στο σκυλί να κάνει καταδίωξη ιχνηλατώντας και όχι βλέποντας το λαγό. Αυτό μπορούμε να το κάνουμε για δύο-τρεις φορές.
Στη συνέχεια, ξεκινάμε τις επισκέψεις σε εύκολες περιοχές που ξέρουμε ότι έχει λαγό. Εκεί θα δούμε για πρώτη φορά τον ιχνηλάτη μας να ψάχνει και ίσως να ξεφωλιάσει λαγό για πρώτη φορά. Αν το σκυλί δυσκολεύεται, τότε, το ενθαρρύνουμε και δεν τα παρατάμε. Με τη βοήθεια άλλων έμπειρων σκυλιών μπορούμε να φτάσουμε κοντά στο γιατάκι του λαγού και στη συνέχεια, να δώσουμε τη σκυτάλη στο κουτάβι, ώστε να κάνει αυτό το ξεφώλιασμα και τα πρώτα μέτρα της δίωξης.
«Κ&Φ»: Ποια είναι τα συνηθισμένα λάθη και ποιες οι λύσεις τους;
«Ιωάννης Κουγγέλης»:
Λάθη αδιόρθωτα είναι:
Α) Να χτυπάμε τον ιχνηλάτη μας.
Β) Να παίρνει αλεπού χωρίς να καταλαβαίνουμε τι κυνηγάει.
Γ) Να τον χτυπήσουμε με κολάρο εξαναγκασμού (εκκένωση ρεύματος), χωρίς να δούμε με τα μάτια μας τι αγρίμι κυνηγάει (αλεπού, λαγό, ζαρκάδι, αγριόχοιρο).
Δ) Να μάθει να κυνηγάει οικόσιτα ζώα.
Η λύση όλων των παραπάνω, που είναι και τα πιο βασικά λάθη, είναι αγάπη, σύνεση, υπομονή, κούραση, επιβράβευση για το καλό και επίπληξη για το κακό (μόνο με τη φωνή). Όπως λέει και το αρχαίο ρητό «τα αγαθά κόποις κτώνται».
Μικρά και μεγάλα μυστικά δεν υπάρχουν. Υπάρχει ο σκύλος και ο εκπαιδευτής, μια άμυλα που πρέπει να δέσει για να έχουμε καλά αποτελέσματα. Ο ελληνικός ιχνηλάτης είναι ένας δυνατός, έξυπνος, γρήγορος, οξυδερκής αλλά και λίγο ξεροκέφαλος σκύλος. Γι’ αυτό και τον λένε και Γκέκα, που σημαίνει ξεροκέφαλος, άξεστος, αυτός που θέλει να κάνει το δικό του. Προσοχή στην εκπαίδευση και πάντα από μικρός να μη μας παίρνει τον αέρα.
«Γιώργος Μπακατσούλας»:
Το σπουδαιότερο λάθος που κάνουν οι ιδιοκτήτες του Ελληνικού ιχνηλάτη είναι που δεν εκπαιδεύουν τα σκυλιά τους στις τρεις βασικές εντολές (έλα, κάτω, μη). Χωρίς αυτήν την εκπαίδευση, ο σκύλος είναι ανεξάρτητος από τον κυνηγό, κάνει λάθη και που πλέον δεν μπορούν να διορθωθούν μιας και το σκυλί δεν ακούει τον ιδιοκτήτη του. Και όπως αναφέρθηκε παραπάνω αυτή βασική εκπαίδευση προηγείται της κυνηγετικής.
Ένα ακόμη λάθος που κάνουν οι ιδιοκτήτες είναι να μη δείχνουν αρκετή υπομονή στην εκπαίδευση του σκύλου τους. Το κουτάβι, λόγω της ορμής και της απειρίας του δυσκολεύεται να ξεφωλιάσει το λαγό. Ο ιδιοκτήτης τότε, δεν πρέπει να τον βάλει σε άλλο ντορό, αλλά να τον να ενθαρρύνει στον ίδιο ντορό. Όταν ο σκύλος αρχίζει να τα καταφέρνει, σιγά-σιγά να του αυξάνει το βαθμό δυσκολίας είτε με επίσκεψη στον κυνηγότοπο αργότερα το πρωί, είτε κυνηγώντας σε δυσκολότερα μέρη. Επίσης είναι λάθος να αναζητούν λαγούς με το αυτοκίνητο τη νύχτα, ώστε να απελευθερώσουν το κουτάβι. Αυτή η τακτική, πέρα από δύο φορές, κάνει κακό στο σκυλί.
«Δημήτρης Βουδούρης»:
Κάποτε, είχα ένα κουτάβι που έπιανε πάρα πολύ στο ντορό του λαγού και ιχνηλατούσε πολύ δυνατά. Το κουτάβι αυτό, το έδωσα σε ένα λαγοτροφείο για να μου το εκπαιδεύσουν και μετά από τρεις μήνες πήγα να το πάρω πίσω. Τότε πίστευα ότι αφού το κουτάβι είχε ξεκινήσει τόσο καλά, στο λαγοτροφείο σίγουρα θα σήκωνε λαγούς και τώρα θα ήταν ένα φοβερό σκυλί. Όταν όμως έβγαλα το κουτάβι μετά από λίγες μέρες στο βουνό, δεν πίστευα στα μάτια μου. Το κουτάβι έτρεχε πάνω κάτω σαν τρελό, δεν έβαζε καθόλου μύτη στο χώμα και τελικά δεν έκανε απολύτως τίποτα. Η συνεχής εκπαίδευση στο λαγοτροφείο τον είχε χαλάσει.
Αυτό είναι ένα μεγάλο λάθος που κάνουν πολλοί κυνηγοί. Γι’ αυτό, οι επισκέψεις στο λαγοτροφείο δεν πρέπει να είναι πάνω από δύο-τρεις. Το ίδιο ισχύει και για το κυνήγι του λαγού που εντοπίστηκε το βράδυ με τα φώτα. Και αυτή η μέθοδος, αν γίνει πάνω από δύο φορές, θα έχει τα αντίθετα αποτελέσματα. Επίσης, ένα άλλο λάθος που κάνουν οι κυνηγοί είναι να δίνουν σε άλλους κυνηγούς ή ακόμη και σε τσοπάνους τα κουτάβια τους για εκπαίδευση. Σε αυτήν την περίπτωση χάνεται η προσωπική επικοινωνία με το σκυλί, που πλέον αρχίζει και γίνεται ανεξέλεγκτο και δεν αναγνωρίζει κανένα αφεντικό.
Όταν ο λόγος είναι απλός, αληθινός και ακατέργαστος τότε μιλάει κατευθείαν στις καρδιές των ανθρώπων. Η φωνή του πρωταθλητή Δημήτρη Βουδούρη, που έλεγε ότι υπάρχουν στο χώρο πολλοί επιτήδειοι που μετατρέπουν σε κέρδος την ανάγκη του κυνηγού για ένα σύντροφο και ότι αυτοί πρέπει να απομονωθούν, φαίνεται ότι βρήκε πολλούς υποστηρικτές. Επίσης, μεγάλη αποδοχή στον κυνηγετικό κόσμο έτυχε η αναφορά του κ. Βουδούρη για τη διοργάνωση και καθιέρωση, αγώνων ιχνηλασίας.
Συνεχίζοντας το αφιέρωμα στον ελληνικό ιχνηλάτη, το «Κ&Φ» απευθύνθηκε σε εκτροφείς της συγκεκριμένης φυλής και έθεσε ερωτήματα σχετικά με την επιλογή και την εκπαίδευση των κουταβιών. Οι εκτροφείς, είτε επαγγελματίες είτε όχι, λόγω της συνεχούς επαφής βλέπουν καλύτερα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των σκύλων και μέσα από τη δουλειά τους έχουν αναπτύξει μεθόδους για την εκπαίδευση, την προαγωγή των προτερημάτων και τη μείωση των λαθών. Και όλοι γνωρίζουμε ότι ένα λάθος στην εκπαίδευση του νεαρού κυνηγόσκυλου μπορεί να παραμένει για πολύ καιρό, αν όχι για πάντα και πολύ δύσκολα θα ξεπεραστεί.
Οι ερωτήσεις είναι ίδιες για όλους τους εκτροφείς, ώστε να γίνουν κατανοητά όλα τα στάδια της εκπαίδευσης του κουταβιού, από τη γέννα μέχρι την πρώτη κυνηγετική εξόρμηση. Έτσι είχαμε τη χαρά να μιλήσουμε με τον κ. Γιώργο Μπακατσούλα από τα Ιωάννινα, τον πρόεδρο του Ομίλου Φίλων Ελληνικού Ιχνηλάτη κ. Ιωάννη Κουγγέλη, και το λάτρη της φυλής, κ. Δημήτρη Βουδούρη.
«Κυνηγός & Φύση»: Πώς επιλέγουμε ένα κουτάβι μέσα από μια γέννα;
«Ιωάννης Κουγγέλης»:
Η επιλογή του καλύτερου κουταβιού μιας γέννας, γίνεται κατά τη γνώμη μου, εφόσον τα κουτάβια είναι τουλάχιστον δύο μηνών κοντά στη μάνα και αν είναι δυνατόν να γίνουν τεσσάρων μηνών, τόσο το καλύτερο. Ξεχωρίζουμε το πιο ζωηρό, το πιο έξυπνο, αυτό το οποίο έχει τόλμη και οι κινήσεις του είναι σπινθηροβόλες, τα μάτια του γυαλίζουν, δηλαδή με άλλα λόγια δεν είναι μαλθακό. Ένα από τα κριτήρια επιλογής, ίσως και από τα πιο βασικά, είναι να έχει έντονα χρώματα (μαύρο, πύρινο). Αυτό πηγάζει και από την επιλογή της φύσης, βλέποντας ότι τα πιο επιβλητικά, δυνατά και κυρίαρχα ζώα είναι αυτά που παίρνουν πρωτοβουλία και έχουν μεγάλα κυνηγετικά προσόντα. Ενστερνίζομαι λοιπόν την άποψη του φίλο μου δημοσιογράφου, Γιώργου Στεργιόπουλου, που εκτρέφει Γερμανικό Ποιμενικό και σε συνεργασία πολλών χρόνων με το Γερμανικό κλαμπ (γερμανικού ποιμενικού) κατέληξε ότι τα καλύτερα από όλες τις απόψεις κουτάβια, είναι αυτά που έχουν έντονα χρώματα.
«Γιώργος Μπακατσούλας»:
Η επιλογή ενός κουταβιού Ελληνικού Ιχνηλάτη, γίνεται σε ηλικία 55 έως 60 ημερών.
Το κουτάβι πρέπει να έχει μια υγιή εικόνα, μάτια λαμπερά-καθαρά, τρίχωμα που γυαλίζει, σωματική αρτιότητα χωρίς δυσπλασίες και φυσικά καλή συμμετρία των μελών του. Η θέση-κίνηση της ουράς, καθώς και η εγρήγορση των ματιών, αποτελούν για μένα την αποτελεσματικότερη αξιολόγηση των κουταβιών. Το ¬κουτάβι σε αυτήν την ηλικία όταν το τοποθετούμε σε στέγαστρο ύψους δυο και πλέον μέτρων, πρέπει να κινείται και να περπατάει σαν να πατάει στο έδαφος και να προσπαθεί να βρει τρόπο να κατέβει. Επίσης, αν το τοποθετήσουμε ανάσκελα και το πιέζουμε στην κοιλιά πρέπει να αγωνιστεί-παλέψει, ώστε να σταθεί ξανά στα πόδια του. Το κουτάβι πρέπει να δείχνει θάρρος και τόλμη σε κάθε νέο ερέθισμα (αυτοκίνητα, ζώα, ανθρώπους κ.τ.λ). Να αγωνίζεται και να παλεύει για τη διεκδίκηση κάθε αντικειμένου, κόκαλου κ.λ.π. Να ακολουθεί-κυνηγά, ό,τι κινείται στο οπτικό του πεδίο και επίσης πρέπει να δαγκώνει στη μυρωδιά αίματος από θήραμα (λαγό-κουνέλι).
«Δημήτρης Βουδούρης»:
Μετά την ηλικία των δύο μηνών, μπορούμε να επιλέξουμε ένα κουτάβι μέσα από μια γέννα. Αν το κάνουμε νωρίτερα, απλώς θα τραβήξουμε ένα λαχείο. Το κουτάβι αρχίζει να δείχνει τα σημάδια του χαρακτήρα και της προσωπικότητάς του, μετά από αυτήν την ηλικία. Το κουτάβι πρέπει να είναι δραστήριο, ζωηρό και όχι φοβισμένο. Να έχει φυσικά σωστή σωματική διάπλαση και όσο γίνεται έντονα χρώματα. Με ένα λαγοτόμαρο το οποίο θα σύρουμε στο έδαφος μπορούμε να δούμε, όχι βέβαια πιο κουτάβι ιχνηλατεί, αλλά ποιο δείχνει ενδιαφέρον στο διαφορετικό και στην πρόκληση και ποιο είναι αδιάφορο και φοβάται. Όλα αυτά όμως, ενδέχεται να έχουν λίγη σημασία. Μπορεί να διαλέξεις τελευταίος και να πάρεις το καλύτερο σκυλί. Μέσα σε μια όμορφη γέννα είναι πράγματι δύσκολο να ξεχωρίσεις ένα κουτάβι. Αν δεν τα καταφέρεις με καμία από τις παραπάνω μεθόδους, τότε διάλεξε αυτό που η καρδιά σου θα σου δείξει και να μην ξεχνάμε ότι το «δέσιμο» και η συνεχής εκπαίδευση θα βγάλουν τον πρωταθλητή.
«Κ&Φ»: Ποια είναι τα πρώτα βήματα και η βασική εκπαίδευση του κουταβιού;
«Ιωάννης Κουγγέλης»:
Τα πρώτα βήματα του κουταβιού μας, γίνονται σε ηλικία από έξι έως εννέα μηνών. Βγάζουμε το κουτάβι στους δρόμους, κοντά σε ανθρώπους, σε αυτοκίνητα, μαζί με άλλους σκύλους κ.τ.λ. Παράλληλα του δίνουμε παραγγέλματα όπως «πλευρό» και «κάτω». Επίσης, το βγάζουμε στη φύση για να γνωρίσει τις μυρωδιές, να έρθει σε επαφή με τα ζώα (οικόσιτα και άγρια), και φυσικά, το μαθαίνουμε να έρχεται φωνάζοντας το όνομά του, ή με τη σφυρίχτρα ή έλα εδώ κ.τ.λ. Πάντα το επιβραβεύουμε και του δίνουμε κάποια λιχουδιά. Βασική αρχή του εκπαιδευτή-ιδιοκτήτη, είναι ότι δε χτυπάμε ποτέ το κουτάβι. Μόνο με τη φωνή, με κοφτά παραγγέλματα, με διαφορετικό τόνο στο καλό ή στο κακό. Έτσι το κουτάβι μας κοινωνικοποιείται. Αυτή είναι η βασική εκπαίδευση υπακοής και καλής συμπεριφοράς που γίνεται πριν την κυνηγετική εκπαίδευση.
«Γιώργος Μπακατσούλας»:
Η βασική εκπαίδευση αρχίζει από τη 10η ημέρα των κουταβιών έως την ηλικία των έξι μηνών. Από τη 10η ημέρα και έπειτα, το κουτάβι πρέπει να έρθει σε επαφή με όσα περισσότερα πράγματα, ζώα και ανθρώπους, ώστε να κοινωνικοποιηθεί πλήρως. Επίσης, το κουτάβι πρέπει να μάθει τις βασικότερες εντολές «έλα-κάτω-μη» και να αποδεχτεί ότι ο αρχηγός της αγέλης είναι το αφεντικό του και όχι ο ίδιος ο σκύλος που συνήθως είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι ιδιοκτήτες ελληνικού ιχνηλάτη που είναι κυρίαρχο ζώο με αρχηγικές τάσεις.
«Δημήτρης Βουδούρης»:
Η βασική εκπαίδευση ξεκινά στην ηλικία των δύο-τριών μηνών με τη μάθηση των αρχικών εντολών «έλα» και «μη». Στη συνέχεια πρέπει να μάθουμε στο κουτάβι μας να ανεβαίνει στο αυτοκίνητο και να δέχεται ευχάριστα τη μεταφορά. Επίσης, το σκυλί πρέπει να έχει επαφή με οικόσιτα ζώα και πουλερικά, καθώς και με άλλα σκυλιά. Το κουτάβι μας πρέπει να έχει επαφή με ανθρώπους και να μη φοβάται.
Ένα άλλο θέμα που απασχολεί τους ιδιοκτήτες είναι η κροτοφοβία. Νομίζω ότι κακώς ασχολούνται με αυτό το θέμα κάνοντας ξαφνικά τουφεκιές, δυνατούς θορύβους κατά τη διάρκεια του φαγητού κ.τ.λ. Στο κυνήγι του λαγού, η τουφεκιά είναι χρονικά πολύ μπροστά από το σκυλί και δεν το επηρεάζει, όπως για παράδειγμα στο κυνήγι της μπεκάτσας.
«Κ&Φ»: Σε ποια ηλικία αρχίζουμε την κυνηγετική εκπαίδευση και με ποιον τρόπο;
«Ιωάννης Κουγγέλης»:
Από εννέα μηνών και άνω, ο σκύλος έχει αποκρυσταλλώσει γνώμη και ό,τι μαθαίνει δεν το ξεχνάει. Τότε, αφού τελειώσει η βασική αρχίζει η κυνηγετική εκπαίδευση. Προσωπικά, η πείρα μου έχει διδάξει ότι ο καλύτερος τρόπος εκπαίδευσης είναι το κουνέλι και όχι το εκπαιδευτήριο λαγού. Εκπαιδευτήριο λαγού, σημαίνει χώρος περιφραγμένος, περιορισμένος σε βλάστηση που φέρει πολλές μυρωδιές από σκύλους, ανθρώπους και λαγούς. Οι λαγοί έχουν συγκεκριμένες θέσεις πιασίματος (γιατάκια), αναλόγως τις καιρικές συνθήκες, όποτε ο ελληνικός ιχνηλάτης που είναι πολύ έξυπνο σκυλί, μαθαίνει τα γιατάκια απομνημονεύοντάς τα εύκολα και δεν βάζει μύτη κάτω, παρά πηγαίνει με το κεφάλι ψηλά και ξεφωλιάζει τους λαγούς (στα συγκεκριμένα γιατάκια) και τους κυνηγάει με το βλέμμα και όχι με το χνάρι.
Η εκπαίδευση με το κουνέλι γίνεται ως εξής: Παίρνουμε το σκυλί έξω στη φύση σε μια περιοχή με αραιή βλάστηση (θαμνότοπο). Δένουμε κάπου το σκυλί, ώστε να μας βλέπει και αφού μυρίσει το κουνέλι, το αφήνουμε από το κουτί του χωρίς να το πιάσουμε στα χέρια μας. Η πρώτη αντίδραση του σκύλου, αφού αρχίσει το κουνέλι να φεύγει, είναι να πηδάει και να θέλει λυθεί, ίσως μάλιστα και να κλαφουνίζει (το ένστικτο του ιχνηλάτη).
Στη συνέχεια, δένουμε τον ιχνηλάτη μας με ένα μακρύ σχοινί (7 μέτρα χωρίς κόμπο στην άκρη) και τον αφήνουμε να πάει εκεί που είδε το κουνέλι, το οποίο εκ των προτέρων έχουμε φροντίσει να κρυφτεί στους θάμνους. Τότε, θα δούμε για πρώτη φορά το σκύλο μας να ιχνηλατεί και να ψάχνει να βρει το κουνέλι. Όπως το σκυλί ψάχνει, το σχοινί ελίσσεται ανάμεσα στους θάμνους χωρίς να μπερδεύεται, ενώ εμείς ακολουθούμε από απόσταση δέκα μέτρων. Στο βγάλσιμο του κουνελιού, ο σκύλος θα τρέξει να το πιάσει, αλλά εμείς από μακριά κρατάμε το σχοινί ώστε το κουνέλι να φύγει μπροστά από τον σκύλο που θα κλαίει.
Όρος απαράβατος: ποτέ το σκυλί δεν πρέπει να πιάσει το κουνέλι στο στόμα του. Εδώ τελείωσε το πρώτο μάθημα και αφού κρυφά πάρουμε το κουνέλι και χαϊδέψουμε το σκύλο μας, τον οδηγούμε στο αυτοκίνητο. Το δεύτερο μάθημα γίνεται την επόμενη μέρα.
Χωρίς να βγάλουμε το σκύλο από το αυτοκίνητο, αφήνουμε το κουνέλι κατά τον ίδιο τρόπο ανάμεσα στους θάμνους και αφού κρυφτεί διανύοντας μια απόσταση 50-60 μέτρων, βγάζουμε το σκυλί με το σχοινί δεμένο και το οδηγούμε εκεί που πρωτοξεκίνησε το κουνέλι μας. Ο σκύλος θα αρχίσει να ιχνηλατεί και να πηγαίνει στα χνάρια του κουνελιού. Όταν πλησιάσει και το ξεφωλιάσει, αρπάζουμε το σχοινί και ενώ το κουνέλι φεύγει, ο σκύλος κλαφουνίζει και θέλει να το πιάσει. Το δεύτερο μάθημα τελείωσε εδώ.
Αυτά τα μαθήματα θα γίνονται μεγαλώνοντας το χρόνο έως και μισή ώρα, από τη στιγμή που θα αφήσουμε το κουνέλι μέχρι να βγάλουμε το σκύλο μας για να το βρει. Όταν ο ιχνηλάτης μας, βρίσκει το κουνέλι όπου και αν έχει πάει και το διώκει, σταματάμε την εκπαίδευση με το κουνέλι. Συνήθως σε 6-10 εξόδους μαθημάτων, ο ιχνηλάτης μας είναι έτοιμος για το βουνό μόνος του και χωρίς άλλο έμπειρο σκύλο.
«Γιώργος Μπακατσούλας»:
Από την ηλικία των δύο μηνών φέρνουμε σε επαφή το κουτάβι με σκοτωμένο λαγό, ώστε να γευτεί το αίμα του ζώου. Αυτό συνεχίζεται μέχρι την ηλικία των τεσσάρων μηνών. Τότε αρχίζουμε την ιχνηλασία για την ανεύρεση σκοτωμένου ζώου ή δέρματος λαγού που σέρνουμε στο έδαφος. Στη συνέχεια, σε ηλικία πέντε μηνών κάνουμε χρήση ζωντανού κουνελιού, το οποίο όταν το σκυλί το πιάσει, το θανατώνουμε ώστε πάλι να γευτεί τη σάρκα και το αίμα του. Όσο μεγαλώνει το σκυλί, αυξάνουμε το βαθμό δυσκολίας της ιχνηλασίας, αφήνοντας περισσότερο χρόνο να περάσει από τη στιγμή που θα αφήσουμε το κουνέλι, έτσι ώστε το σκυλί να κυνηγάει ιχνηλατώντας και όχι με το μάτι. Από την ηλικία των έξι μηνών και άνω, το σκυλί μπορεί να επισκεφτεί εκπαιδευτήριο λαγού, αλλά μόνο για 2-3 φορές και όχι μαζί με άλλο σκυλί.
«Δημήτρης Βουδούρης»:
Όταν το κουτάβι μας φτάσει την ηλικία των έξι μηνών, μπορούμε να αρχίσουμε την κυνηγετική εκπαίδευση. Τα πρώτα βήματα γίνονται με το κουνέλι. Στην αρχή έχουμε μόνο οπτική επαφή. Περιορίζουμε ένα χώρο, ή δένουμε το κουτάβι με ένα σχοινί και στη συνέχεια αφήνουμε κοντά του ένα κουνέλι. Το κουτάβι βλέποντας το κουνέλι να πηδά και να απομακρύνεται αρχίζει να γαβγίζει και να θέλει να λυθεί για να το πιάσει. Όταν απομακρυνθεί αρκετά το κουνέλι, τότε λύνουμε το σκυλί στο σημείο του ντορού και αυτό αρχίζει να το ιχνηλατεί μέχρι να το φτάσει και να το πιάσει. Όταν το δαγκώσει μερικές φορές, χαϊδεύουμε το σκυλί και εδώ τελειώνει το πρώτο μάθημα. Στη συνέχεια, επαναλαμβάνουμε τη διαδικασία μέχρι να δούμε το κουτάβι να ιχνηλατεί κανονικά στο ντορό του κουνελιού. Αν βέβαια ο σκύλος τα καταφέρνει καλά, τότε δυσκολεύουμε τη διαδικασία, επιτείνοντας το χρόνο που θα λύσουμε το κουτάβι και διώχνουμε το κουνέλι, ώστε να απομακρυνθεί αρκετά μακριά.
Όταν το κουτάβι δείξει ότι έχει καταλάβει και ιχνηλατεί αρκετά καλά, τότε κάνουμε επίσκεψη σε λαγοτροφείο, όχι όμως περισσότερες από δύο-τρεις, γιατί μετά θα κάνουμε ζημιά στο σκυλί. Καλά είναι να επιλέξουμε ένα μικρό λαγοτροφείο και να λύσουμε το σκυλί νωρίς το πρωί μόνο του.
«Κ&Φ»: Πότε βγαίνει το σκυλί στο βουνό και με ποιον τρόπο;
«Ιωάννης Κουγγέλης»:
Το επόμενο βήμα, είναι η εκπαίδευση με το πραγματικό θήραμα, το λαγό. Αξημέρωτα εντοπίζουμε ένα λαγό, βγάζουμε τον ιχνηλάτη μας από το αυτοκίνητο και τον αφήνουμε στο ντόρο του. Τότε βλέπουμε το σκυλί μας να ψάχνει και να διώκει για πρώτη φορά το λαγό και να απομακρύνεται από εμάς. Αυτήν την εκπαίδευση την επαναλαμβάνουμε για 2-3 φορές. Στη συνέχεια, πάμε τον ιχνηλάτη μας ξημερώματα σε μέρος με φρέσκιες βερβελιές λαγού (ξέφωτα, λάκες), και αυτός ιχνηλατεί, εμείς τον βοηθάμε να μπει στο πυκνό όπου και κρύβεται ο λαγός. Αφού δούμε πλέον ότι έχει μπει στο ντορό καλά, μετά από λίγες εξόδους παίρνουμε και έναν έμπειρο ιχνηλάτη και βοηθάμε το μαθητή μας. Πάντα πιάνουμε τον έμπειρο ιχνηλάτη πριν το ξεφώλιασμα, δίνοντας πρωτοβουλία στον αρχάριο, ώστε να μη γίνει κομπάρσος στα μεγάλα σκυλιά και τα περιμένει όλα έτοιμα. Μετά από όλα αυτά, το ιχνηλάτης είναι πραγματικά έτοιμος για το κυνήγι. Φυσικά η εμπειρία θα τον κάνουν συνεχώς καλύτερο.
«Γιώργος Μπακατσούλας»:
Το σκυλί εάν είναι θηλυκό το βγάζουμε στο βουνό σε ηλικία οκτώ μηνών. Αν είναι αρσενικό δέκα μηνών. Τα κουτάβια πρέπει να εκπαιδευτούν μόνα τους και όχι μαζί με μεγάλα και έμπειρα λαγόσκυλα. Το μεγαλύτερο λάθος των κυνηγών είναι να αφήνουν τα σκυλιά τους μαζί με άλλα έμπειρα σκυλιά, τα οποία ακολουθούν από πίσω χωρίς να παίρνουν καμία πρωτοβουλία.
Κατά τη διάρκεια των πρώτων εξόδων, πρέπει να φροντίσουμε ώστε το σκυλί να έρθει σε επαφή με το θήραμα. Αυτό μπορούμε να το κάνουμε αν επισκεφτούμε το λαγότοπο πριν ξημερώσει, ή να πάμε σε ένα λαγοτροφείο. Ανάλογα με την εξέλιξη του σκύλου, μπορούμε να καθυστερήσουμε την έξοδό μας ώστε να δυσκολέψουμε την ιχνηλασία. Το σκυλί πρέπει να αρχίζει να ξεφωλιάζει μέχρι την ηλικία των 12-15 μηνών. Βέβαια, η αίσθηση του θηράματος (ταλέντο), είναι κάτι που δεν εκπαιδεύεται και μόνο η ίδια η φύση του ζώου αποφασίζει γι’ αυτό. Έτσι είναι ξεκάθαρο ότι υπάρχουν σκυλιά με ταλέντο και άλλα χωρίς. Δυστυχώς, ένα σκυλί χωρίς ταλέντο όσο και να εκπαιδευτεί, θα παραμείνει ένα μέτριο σκυλί. Μπορεί να ξεφωλιάζει και να κυνηγάει το λαγό αλλά θα υστερεί στην αίσθηση του θηράματος.
«Δημήτρης Βουδούρης»:
Όταν το κουτάβι μας φτάσει στην ηλικία των εννέα μηνών και αφού έχει ολοκληρώσει τη βασική εκπαίδευση υπακοής, την εκπαίδευση με το κουνέλι και τις επισκέψεις σε λαγοτροφείο, τότε είναι έτοιμο για να το βγάλουμε στο βουνό. Στην αρχή, μπορούμε να λύσουμε το σκυλί σε ένα λαγό που θα εντοπίσουμε το ξημέρωμα με τα φώτα του αυτοκινήτου. Έτσι θα δώσουμε την ευκαιρία στο σκυλί να κάνει καταδίωξη ιχνηλατώντας και όχι βλέποντας το λαγό. Αυτό μπορούμε να το κάνουμε για δύο-τρεις φορές.
Στη συνέχεια, ξεκινάμε τις επισκέψεις σε εύκολες περιοχές που ξέρουμε ότι έχει λαγό. Εκεί θα δούμε για πρώτη φορά τον ιχνηλάτη μας να ψάχνει και ίσως να ξεφωλιάσει λαγό για πρώτη φορά. Αν το σκυλί δυσκολεύεται, τότε, το ενθαρρύνουμε και δεν τα παρατάμε. Με τη βοήθεια άλλων έμπειρων σκυλιών μπορούμε να φτάσουμε κοντά στο γιατάκι του λαγού και στη συνέχεια, να δώσουμε τη σκυτάλη στο κουτάβι, ώστε να κάνει αυτό το ξεφώλιασμα και τα πρώτα μέτρα της δίωξης.
«Κ&Φ»: Ποια είναι τα συνηθισμένα λάθη και ποιες οι λύσεις τους;
«Ιωάννης Κουγγέλης»:
Λάθη αδιόρθωτα είναι:
Α) Να χτυπάμε τον ιχνηλάτη μας.
Β) Να παίρνει αλεπού χωρίς να καταλαβαίνουμε τι κυνηγάει.
Γ) Να τον χτυπήσουμε με κολάρο εξαναγκασμού (εκκένωση ρεύματος), χωρίς να δούμε με τα μάτια μας τι αγρίμι κυνηγάει (αλεπού, λαγό, ζαρκάδι, αγριόχοιρο).
Δ) Να μάθει να κυνηγάει οικόσιτα ζώα.
Η λύση όλων των παραπάνω, που είναι και τα πιο βασικά λάθη, είναι αγάπη, σύνεση, υπομονή, κούραση, επιβράβευση για το καλό και επίπληξη για το κακό (μόνο με τη φωνή). Όπως λέει και το αρχαίο ρητό «τα αγαθά κόποις κτώνται».
Μικρά και μεγάλα μυστικά δεν υπάρχουν. Υπάρχει ο σκύλος και ο εκπαιδευτής, μια άμυλα που πρέπει να δέσει για να έχουμε καλά αποτελέσματα. Ο ελληνικός ιχνηλάτης είναι ένας δυνατός, έξυπνος, γρήγορος, οξυδερκής αλλά και λίγο ξεροκέφαλος σκύλος. Γι’ αυτό και τον λένε και Γκέκα, που σημαίνει ξεροκέφαλος, άξεστος, αυτός που θέλει να κάνει το δικό του. Προσοχή στην εκπαίδευση και πάντα από μικρός να μη μας παίρνει τον αέρα.
«Γιώργος Μπακατσούλας»:
Το σπουδαιότερο λάθος που κάνουν οι ιδιοκτήτες του Ελληνικού ιχνηλάτη είναι που δεν εκπαιδεύουν τα σκυλιά τους στις τρεις βασικές εντολές (έλα, κάτω, μη). Χωρίς αυτήν την εκπαίδευση, ο σκύλος είναι ανεξάρτητος από τον κυνηγό, κάνει λάθη και που πλέον δεν μπορούν να διορθωθούν μιας και το σκυλί δεν ακούει τον ιδιοκτήτη του. Και όπως αναφέρθηκε παραπάνω αυτή βασική εκπαίδευση προηγείται της κυνηγετικής.
Ένα ακόμη λάθος που κάνουν οι ιδιοκτήτες είναι να μη δείχνουν αρκετή υπομονή στην εκπαίδευση του σκύλου τους. Το κουτάβι, λόγω της ορμής και της απειρίας του δυσκολεύεται να ξεφωλιάσει το λαγό. Ο ιδιοκτήτης τότε, δεν πρέπει να τον βάλει σε άλλο ντορό, αλλά να τον να ενθαρρύνει στον ίδιο ντορό. Όταν ο σκύλος αρχίζει να τα καταφέρνει, σιγά-σιγά να του αυξάνει το βαθμό δυσκολίας είτε με επίσκεψη στον κυνηγότοπο αργότερα το πρωί, είτε κυνηγώντας σε δυσκολότερα μέρη. Επίσης είναι λάθος να αναζητούν λαγούς με το αυτοκίνητο τη νύχτα, ώστε να απελευθερώσουν το κουτάβι. Αυτή η τακτική, πέρα από δύο φορές, κάνει κακό στο σκυλί.
«Δημήτρης Βουδούρης»:
Κάποτε, είχα ένα κουτάβι που έπιανε πάρα πολύ στο ντορό του λαγού και ιχνηλατούσε πολύ δυνατά. Το κουτάβι αυτό, το έδωσα σε ένα λαγοτροφείο για να μου το εκπαιδεύσουν και μετά από τρεις μήνες πήγα να το πάρω πίσω. Τότε πίστευα ότι αφού το κουτάβι είχε ξεκινήσει τόσο καλά, στο λαγοτροφείο σίγουρα θα σήκωνε λαγούς και τώρα θα ήταν ένα φοβερό σκυλί. Όταν όμως έβγαλα το κουτάβι μετά από λίγες μέρες στο βουνό, δεν πίστευα στα μάτια μου. Το κουτάβι έτρεχε πάνω κάτω σαν τρελό, δεν έβαζε καθόλου μύτη στο χώμα και τελικά δεν έκανε απολύτως τίποτα. Η συνεχής εκπαίδευση στο λαγοτροφείο τον είχε χαλάσει.
Αυτό είναι ένα μεγάλο λάθος που κάνουν πολλοί κυνηγοί. Γι’ αυτό, οι επισκέψεις στο λαγοτροφείο δεν πρέπει να είναι πάνω από δύο-τρεις. Το ίδιο ισχύει και για το κυνήγι του λαγού που εντοπίστηκε το βράδυ με τα φώτα. Και αυτή η μέθοδος, αν γίνει πάνω από δύο φορές, θα έχει τα αντίθετα αποτελέσματα. Επίσης, ένα άλλο λάθος που κάνουν οι κυνηγοί είναι να δίνουν σε άλλους κυνηγούς ή ακόμη και σε τσοπάνους τα κουτάβια τους για εκπαίδευση. Σε αυτήν την περίπτωση χάνεται η προσωπική επικοινωνία με το σκυλί, που πλέον αρχίζει και γίνεται ανεξέλεγκτο και δεν αναγνωρίζει κανένα αφεντικό.
Του Γιάννη Δρόσου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου