Ο ποιητής και πεζογράφος Κώστας Ουράνης, πολυταξιδεµένος, κοσµοπολίτης και λάτρης της µποέµικης ζωής, διέγραψε λαµπρή πορεία στα ελληνικά γράµµατα µέχρι τα µέσα του περασµένου αιώνα. Η πορεία αυτή κάποια στιγµή διασταυρώθηκε µε το κυνήγι, το οποίο σηµάδεψε όχι µόνο τη ζωή, αλλά και το από εκεί και πέρα έργο του.
Του Στέλιου Φωκά/ Εικονογράφηση: Δηµήτρης Πρεντουλής
Αναδημοσίευση από το ένθετο περιοδικό «Τύπος Κυνήγι» του Ελεύθερου Τύπου που δημοσιεύθηκε την Τετάρτη 3 Νοεμβρίου 2010.
Ο Κώστας Ουράνης λάτρεψε το κυνήγι όσο τίποτα άλλο στη ζωή του. Oπως έγραψε λίγο πριν πεθάνει, στις 12 Ιουλίου 1953, στο σανατόριο «Παπανικολάου» στα Μελίσσια της Αττικής. Το μοναδικό του παράπονο ήταν τα κυνήγια που δεν πρόλαβε να κάνει
Ο Ουράνης ήταν από τους ανθρώπους που γνώρισαν το κυνήγι σε µεγάλη ηλικία αλλά δεν το εγκατέλειψαν ποτέ. Εξέδωσε την πρώτη κυνηγετική του άδεια σε ηλικία 40 ετών και µέχρι τα 63 του, που έφυγε από τη ζωή (το 1953), δεν έπαψε στιγµή να ζει και να γράφει για το κυνήγι, µη µπορώντας ακόµα και ο ίδιος να εξηγήσει το πάθος του αυτό.
Παρά τα προβλήµατα υγείας που αντιµετώπιζε, µε κορυφαίο την προσβολή του από φυµατίωση λίγα χρόνια πριν ασχοληθεί, εξακολουθούσε να κάνει µακρές πεζοπορίες για να θηρεύσει. Διέθετε ιµατιοθήκη µε ρούχα για όλα τα είδη κυνηγίου και εξοπλισµό για κάθε θήραµα.
Ταξιδευτής από τα φύση του, κάτι που αποτυπώνεται και στην ποίησή του, κυνήγησε στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Για εκείνον η απόλαυση του κυνηγιού δεν συνδεόταν απαραιτήτως µε το περιεχόµενο του σάκου κατά την επιστροφή. Κυνηγούσε µε διάθεση περισσότερο φιλοσοφική, όπως συνήθιζε να λέει.
Κάποια στιγµή αισθάνθηκε την ανάγκη να αναφερθεί στο µεγάλο του πάθος γράφοντας ένα δοκίµιο, µέσω του οποίου έδωσε τη δική του οπτική για τη θήρα. Το παραθέτουµε αυτούσιο:
«Μανία και Χαρά του Κυνηγίου»
«Κάθε κυνηγετική περίοδο τα δασαρχεία µας εκδίδουν, όπως διάβασα κάπου, 100.000 κυνηγετικές άδειες. Είµαι ένας από τις αυτές τις 100.000 κυνηγούς και µπορώ να πω µαζί µε τον Ουγκώ ότι “και ένας ακόµα να ’µενε, αυτός θα ήµουν εγώ”. Γιατί δεν αγαπώ απλώς το κυνήγι, έχω το πάθος του. Και το πάθος αυτό είναι τόσο περισσότερο δυνατό κι αποκλειστικό, όσο είναι όψιµο. Με κατάλαβε άξαφνα κι απροσδόκητα “Nel mezzo del cammin” (στη µέση της διαδροµής) του βίου µου. Δεν λένε ότι τα όψιµα πάθη είναι τα πιο σφοδρά, τα πιο κυριαρχικά;
Ισαµε πριν από µερικά χρόνια το κυνήγι ήταν ότι µ’ ενδιέφερε λιγότερο, σήµερα ότι µ’ ενδιαφέρει περισσότερο. Μ’ απορρόφησε ολόκληρο. Οπως η Περσεφόνη ζούσε το µισό χρόνο στον Αδη και το άλλο µισό πάνω στη γη, έτσι κι εγώ αισθάνοµαι ότι ζω όσο κρατάει η κυνηγετική περίοδος και τον άλλο καιρό περιµένω, σ’ ένα είδος νάρκης, τον ξαναερχοµό της.
Δεν κάνω παρά σχέδια κυνηγετικά.
Τα όνειρά µου είναι κυνηγετικά. Να πάω στην Αφρική να σκοτώσω χοντρό κυνήγι ή στο Δέλτα του Δούναβη που είναι η ζούγκλα των υδροβίων πουλιών.
Δεν µετακινούµαι µέσα στην Ελλάδα παρά µόνο για να κυνηγήσω κι είµαι πρόθυµος να κυνηγήσω οπουδήποτε, µ’ οποιονδήποτε και για οσοδήποτε καιρό.
Στο σπίτι µου περιστοιχίζοµαι από καταλόγους κυνηγετικούς, δέχοµαι κατά προτίµηση κυνηγούς κι όπως οι µεγάλοι βιοµηχανικοί οίκοι έχουν παντού αντιπροσωπίες, έτσι κι εγώ έχω σε διάφορα µέρη της Ελλάδος τους ανθρώπους µου, που µε κρατάνε ενήµερο των τοπικών περασµάτων των αποδηµητικών πουλιών, ή που µε συνοδεύουν στο κυνήγι του ενδηµικού θηράµατος και που είναι για µένα ό,τι ήταν οι κοµµατάρχες για τους πολιτικούς µας. Η ιµατιοθήκη µου περιλαµβάνει πλήρεις αµφιέσεις για κάθε είδους κυνήγι: κάµπου, βουνού, δασών και βάλτων και για κάθε καιρό, ζέστη, δροσιά, παγωνιά, βροχή. Τα συρτάρια µου είναι γεµάτα φυσίγγια για όλων των ειδών τα θηράµατα, επιστηµονικά γοµωµένα για να έχουν άρτια απόδοση µε οποιαδήποτε καιρική συνθήκη. Κι όλα αυτά δεν είναι τίποτα!
Στο κυνήγι, και χάριν του κυνηγίου, εκβιάζω τον εαυτό µου ν’ αλλάζει τις πιο βασικές του ιδιότητες: Εγώ που απεχθάνοµαι το περπάτηµα, κάνω αγόγγυστα, αν και µε τη γλώσσα κρεµασµένη έξω, τις επίπονες και πολύωρες πεζοπορίες που απαιτεί. Εγώ που έχω το φόβο των µικροβίων, έχω πιει νερά κι έχω φάει πράγµατα πλέον ύποπτης καθαριότητας. Εγώ που αγαπώ τις ανέσεις µου, κλείνω τα µάτια σ’ όλες τις ταλαιπωρίες του κυνηγίου: στην αφόρητη ζέστη που µεταβάλλει τα σωθικά σε αναµµένο καµίνι, στο τουρτούρισµα της πρωινής παγωνιάς, στην ακαθαρισία του σώµατος, στα ζωΰφια κι άντεξα κάποτε να µείνω δέκα ολόκληρες µέρες, χειµώνα καιρό, σ’ ένα βουνό της Μακεδονίας, µέσα σε µια εγκαταλελειµµένη αχυροκαλύβα τσοπάνηδων, περιστοιχισµένος από χωρικούς µε τους οποίους συνέτρωγα από τα ίδια πιάτα, ακούγοντας τα ποντίκια να τραγανίζουν τα τρόφιµά µας δέκα πόντους µακριά από το κεφάλι µου, κοιµόµουν στο χώµα και ασφυκτιώντας από τον πυκνό καπνό της πελώριας φωτιάς που διατηρούσαµε αναµµένη τη νύχτα στο κέντρο της καλύβας και εν τούτοις ήµουν ευτυχισµένος.
Για την ικανοποίηση του πάθους µου, έχω γυρίσει λίγο-πολύ όλη την Ελλάδα, µ’ όλα τα µεταφορικά µέσα -από αεροπλάνο µέχρι µουλάρι- και κυνήγησα όλων των ειδών τα θηράµατα. Εχω περιέλθει τους γυµνούς µακεδονίτικους κάµπους για πεδινές πέρδικες, έχω σκαρφαλώσει στα πετρώδη (και τι πετρώδη) βουνά των Κυκλάδων για πετροπέρδικες, έχω κάνει καρτέρι γι’ αγριογούρουνα, το χειµώνα, µέσα στα δασώδη υψώµατα του Καµπιρλί, αγνάντια στο χιονισµένο Μπέλλες, έχω τσαλαβουτήσει για µπεκατσίνια στους βάλτους της Ράχης, έχω αντικρίσει κοπάδια λύκων στο Γαλλικό ποταµό, πήγα για πάπιες από τη Στυµφαλία έως τη Χαλκιδική, κυνήγησα νύχτα αγριοπερίστερα, µπαίνοντας στις θαλάσσιες σπηλιές τους µε βάρκα και µε πυροφάνι, βρέθηκα στα περάσµατα των τρυγονιών στην Τήνο και των ορτυκιών στη Μυτιλήνη και πήγα για λαγούς στην Ηπειρο.
Οταν απέκτησα ένα σκυλί που συνδυάζει τα τελειότερα φυσικά χαρίσµατα µε την τελειότερη εκγύµναση, χάρηκα περισσότερο παρά οποιαδήποτε ερωτική µου κατάκτηση κι ένιωσα περισσότερη υπερηφάνεια όταν σκότωσα ένα αγριογούρουνο, παρ’ όση για το ωραιότερό µου ποίηµα...
Είµαι όπως βλέπετε ένας από τους πιο µανιώδεις Νεµρώδ της Ελλάδας. Είµαι κι ένας από τους καλύτερους;
...Εγώ οµολογώ µε ειλικρίνεια ότι είµαι ένας πολύ µέτριος κυνηγός. Οταν βλέπω ένα λαγό ή ένα πουλί να πέφτει από τα σκάγια µου, αισθάνοµαι τόση χαρά, όση και... έκπληξη. Και δεν έχω ακόµα αποβάλει εντελώς τη συνήθεια να κοιτάζω γύρω µου, για να βεβαιωθώ ότι είµαι µόνος κι ότι το θήραµα που έπεσε δεν έπεσε από κανενός άλλου κυνηγού την τουφεκιά. Μολονότι έχω πάει παντού όπου βρίσκεται το περισσότερο θήραµα, ποτέ µου δεν σκότωσα σε µια ηµέρα περισσότερους από δύο λαγούς, ή από τέσσερις πέρδικες, ή από έξι τρυγόνια ή από δέκα ορτύκια κι ένας θεός ξέρει πόσα φυσίγγια έχω κάψει. Εξακολουθώ όµως να κυνηγώ µε την ίδια φιλοσοφική διάθεση, που ο Κάντιτ του Βολτέρου καλλιεργούσε τον κήπο του, γιατί η χαρά και η συγκίνηση του κυνηγίου δεν περιορίζονται σ’ ό,τι κανείς σκοτώνει!
Οσοι δεν κυνηγούν δεν ξέρουν κι ούτε µπορούν να διαισθανθούν πώς χτυπάει η καρδιά του κυνηγού, όταν το σκυλί του στέκεται σε µια “φέρµα”, ή όταν σηκώνει τ’ όπλο του σ’ ένα κοπάδι πέρδικες, που πετιούνται άξαφνα από µπρος του µ’ ένα πολυάριθµο και δυνατό θόρυβο φτερών, µε πόσο συγκεντρωµένο και αµείωτο ενδιαφέρον πεζοπορεί ώρες ολόκληρες σ’ αναζήτηση του θηράµατος όσο κι αν αυτό παίζει το παιχνίδι που έπαιξαν οι Ρώσοι στον Μεγάλο Ναπολέοντα κατά την προέλασή του ίσαµε τη Μόσχα, πόσο κατέχεται από την ελπίδα ότι αν απέτυχε σ’ αυτό το πουλί, θα πετύχει στο επόµενο που θα του παρουσιαστεί, τι γλυκό που είναι το ψωµοτύρι που τρώει κοντά σε µια πηγή λαλέουσα, ύστερα από ένα εξαντλητικό περπάτηµα και πόσο πληρέστερα και βαθύτερα από κάθε άνθρωπο νιώθει και χαίρεται τη φύση αυτός που διασχίζει κάµπους, ανεβοκατεβαίνει βουνά, σταµατάει σε πανοπτικά σηµεία των οριζόντων, µυρίζει θάλασσα και βραδιάζεται κάτω από βαθιούς έναστρους ουρανούς, µέσα σ’ ερηµιές όπου κλαυθµηρίζει η κουκουβάγια, κρίζουν οι γρύλοι και θροΐζουν µυστηριωδώς τα φυλλώµατα.
Oλα αυτά βάζουν τον κυνηγό σε µια κατάσταση θείας ευφορίας. Οι πλόκαµοι της καθηµερινής ζωής, µιζέριες, εναντιώσεις, φροντίδες, ανησυχίες, ξεσφίγγουν ολότελα και αφήνουν την ψυχή και το πνεύµα ελεύθερα, τα νεύρα του γαληνεύουν όπως κάτω από την επίδραση οπίου κι αποδίδεται στον εαυτό του τέτοιος που ήταν ο άνθρωπος στη χαραυγή του κόσµου: Μονοκόµµατος, αφρόντιστος, ίσιος κι ελεύθερος».
Του Στέλιου Φωκά/ Εικονογράφηση: Δηµήτρης Πρεντουλής
Αναδημοσίευση από το ένθετο περιοδικό «Τύπος Κυνήγι» του Ελεύθερου Τύπου που δημοσιεύθηκε την Τετάρτη 3 Νοεμβρίου 2010.
Ο Κώστας Ουράνης λάτρεψε το κυνήγι όσο τίποτα άλλο στη ζωή του. Oπως έγραψε λίγο πριν πεθάνει, στις 12 Ιουλίου 1953, στο σανατόριο «Παπανικολάου» στα Μελίσσια της Αττικής. Το μοναδικό του παράπονο ήταν τα κυνήγια που δεν πρόλαβε να κάνει
Ο Ουράνης ήταν από τους ανθρώπους που γνώρισαν το κυνήγι σε µεγάλη ηλικία αλλά δεν το εγκατέλειψαν ποτέ. Εξέδωσε την πρώτη κυνηγετική του άδεια σε ηλικία 40 ετών και µέχρι τα 63 του, που έφυγε από τη ζωή (το 1953), δεν έπαψε στιγµή να ζει και να γράφει για το κυνήγι, µη µπορώντας ακόµα και ο ίδιος να εξηγήσει το πάθος του αυτό.
Παρά τα προβλήµατα υγείας που αντιµετώπιζε, µε κορυφαίο την προσβολή του από φυµατίωση λίγα χρόνια πριν ασχοληθεί, εξακολουθούσε να κάνει µακρές πεζοπορίες για να θηρεύσει. Διέθετε ιµατιοθήκη µε ρούχα για όλα τα είδη κυνηγίου και εξοπλισµό για κάθε θήραµα.
Ταξιδευτής από τα φύση του, κάτι που αποτυπώνεται και στην ποίησή του, κυνήγησε στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Για εκείνον η απόλαυση του κυνηγιού δεν συνδεόταν απαραιτήτως µε το περιεχόµενο του σάκου κατά την επιστροφή. Κυνηγούσε µε διάθεση περισσότερο φιλοσοφική, όπως συνήθιζε να λέει.
Κάποια στιγµή αισθάνθηκε την ανάγκη να αναφερθεί στο µεγάλο του πάθος γράφοντας ένα δοκίµιο, µέσω του οποίου έδωσε τη δική του οπτική για τη θήρα. Το παραθέτουµε αυτούσιο:
«Μανία και Χαρά του Κυνηγίου»
«Κάθε κυνηγετική περίοδο τα δασαρχεία µας εκδίδουν, όπως διάβασα κάπου, 100.000 κυνηγετικές άδειες. Είµαι ένας από τις αυτές τις 100.000 κυνηγούς και µπορώ να πω µαζί µε τον Ουγκώ ότι “και ένας ακόµα να ’µενε, αυτός θα ήµουν εγώ”. Γιατί δεν αγαπώ απλώς το κυνήγι, έχω το πάθος του. Και το πάθος αυτό είναι τόσο περισσότερο δυνατό κι αποκλειστικό, όσο είναι όψιµο. Με κατάλαβε άξαφνα κι απροσδόκητα “Nel mezzo del cammin” (στη µέση της διαδροµής) του βίου µου. Δεν λένε ότι τα όψιµα πάθη είναι τα πιο σφοδρά, τα πιο κυριαρχικά;
Ισαµε πριν από µερικά χρόνια το κυνήγι ήταν ότι µ’ ενδιέφερε λιγότερο, σήµερα ότι µ’ ενδιαφέρει περισσότερο. Μ’ απορρόφησε ολόκληρο. Οπως η Περσεφόνη ζούσε το µισό χρόνο στον Αδη και το άλλο µισό πάνω στη γη, έτσι κι εγώ αισθάνοµαι ότι ζω όσο κρατάει η κυνηγετική περίοδος και τον άλλο καιρό περιµένω, σ’ ένα είδος νάρκης, τον ξαναερχοµό της.
Δεν κάνω παρά σχέδια κυνηγετικά.
Τα όνειρά µου είναι κυνηγετικά. Να πάω στην Αφρική να σκοτώσω χοντρό κυνήγι ή στο Δέλτα του Δούναβη που είναι η ζούγκλα των υδροβίων πουλιών.
Δεν µετακινούµαι µέσα στην Ελλάδα παρά µόνο για να κυνηγήσω κι είµαι πρόθυµος να κυνηγήσω οπουδήποτε, µ’ οποιονδήποτε και για οσοδήποτε καιρό.
Στο σπίτι µου περιστοιχίζοµαι από καταλόγους κυνηγετικούς, δέχοµαι κατά προτίµηση κυνηγούς κι όπως οι µεγάλοι βιοµηχανικοί οίκοι έχουν παντού αντιπροσωπίες, έτσι κι εγώ έχω σε διάφορα µέρη της Ελλάδος τους ανθρώπους µου, που µε κρατάνε ενήµερο των τοπικών περασµάτων των αποδηµητικών πουλιών, ή που µε συνοδεύουν στο κυνήγι του ενδηµικού θηράµατος και που είναι για µένα ό,τι ήταν οι κοµµατάρχες για τους πολιτικούς µας. Η ιµατιοθήκη µου περιλαµβάνει πλήρεις αµφιέσεις για κάθε είδους κυνήγι: κάµπου, βουνού, δασών και βάλτων και για κάθε καιρό, ζέστη, δροσιά, παγωνιά, βροχή. Τα συρτάρια µου είναι γεµάτα φυσίγγια για όλων των ειδών τα θηράµατα, επιστηµονικά γοµωµένα για να έχουν άρτια απόδοση µε οποιαδήποτε καιρική συνθήκη. Κι όλα αυτά δεν είναι τίποτα!
Στο κυνήγι, και χάριν του κυνηγίου, εκβιάζω τον εαυτό µου ν’ αλλάζει τις πιο βασικές του ιδιότητες: Εγώ που απεχθάνοµαι το περπάτηµα, κάνω αγόγγυστα, αν και µε τη γλώσσα κρεµασµένη έξω, τις επίπονες και πολύωρες πεζοπορίες που απαιτεί. Εγώ που έχω το φόβο των µικροβίων, έχω πιει νερά κι έχω φάει πράγµατα πλέον ύποπτης καθαριότητας. Εγώ που αγαπώ τις ανέσεις µου, κλείνω τα µάτια σ’ όλες τις ταλαιπωρίες του κυνηγίου: στην αφόρητη ζέστη που µεταβάλλει τα σωθικά σε αναµµένο καµίνι, στο τουρτούρισµα της πρωινής παγωνιάς, στην ακαθαρισία του σώµατος, στα ζωΰφια κι άντεξα κάποτε να µείνω δέκα ολόκληρες µέρες, χειµώνα καιρό, σ’ ένα βουνό της Μακεδονίας, µέσα σε µια εγκαταλελειµµένη αχυροκαλύβα τσοπάνηδων, περιστοιχισµένος από χωρικούς µε τους οποίους συνέτρωγα από τα ίδια πιάτα, ακούγοντας τα ποντίκια να τραγανίζουν τα τρόφιµά µας δέκα πόντους µακριά από το κεφάλι µου, κοιµόµουν στο χώµα και ασφυκτιώντας από τον πυκνό καπνό της πελώριας φωτιάς που διατηρούσαµε αναµµένη τη νύχτα στο κέντρο της καλύβας και εν τούτοις ήµουν ευτυχισµένος.
Για την ικανοποίηση του πάθους µου, έχω γυρίσει λίγο-πολύ όλη την Ελλάδα, µ’ όλα τα µεταφορικά µέσα -από αεροπλάνο µέχρι µουλάρι- και κυνήγησα όλων των ειδών τα θηράµατα. Εχω περιέλθει τους γυµνούς µακεδονίτικους κάµπους για πεδινές πέρδικες, έχω σκαρφαλώσει στα πετρώδη (και τι πετρώδη) βουνά των Κυκλάδων για πετροπέρδικες, έχω κάνει καρτέρι γι’ αγριογούρουνα, το χειµώνα, µέσα στα δασώδη υψώµατα του Καµπιρλί, αγνάντια στο χιονισµένο Μπέλλες, έχω τσαλαβουτήσει για µπεκατσίνια στους βάλτους της Ράχης, έχω αντικρίσει κοπάδια λύκων στο Γαλλικό ποταµό, πήγα για πάπιες από τη Στυµφαλία έως τη Χαλκιδική, κυνήγησα νύχτα αγριοπερίστερα, µπαίνοντας στις θαλάσσιες σπηλιές τους µε βάρκα και µε πυροφάνι, βρέθηκα στα περάσµατα των τρυγονιών στην Τήνο και των ορτυκιών στη Μυτιλήνη και πήγα για λαγούς στην Ηπειρο.
Οταν απέκτησα ένα σκυλί που συνδυάζει τα τελειότερα φυσικά χαρίσµατα µε την τελειότερη εκγύµναση, χάρηκα περισσότερο παρά οποιαδήποτε ερωτική µου κατάκτηση κι ένιωσα περισσότερη υπερηφάνεια όταν σκότωσα ένα αγριογούρουνο, παρ’ όση για το ωραιότερό µου ποίηµα...
Είµαι όπως βλέπετε ένας από τους πιο µανιώδεις Νεµρώδ της Ελλάδας. Είµαι κι ένας από τους καλύτερους;
...Εγώ οµολογώ µε ειλικρίνεια ότι είµαι ένας πολύ µέτριος κυνηγός. Οταν βλέπω ένα λαγό ή ένα πουλί να πέφτει από τα σκάγια µου, αισθάνοµαι τόση χαρά, όση και... έκπληξη. Και δεν έχω ακόµα αποβάλει εντελώς τη συνήθεια να κοιτάζω γύρω µου, για να βεβαιωθώ ότι είµαι µόνος κι ότι το θήραµα που έπεσε δεν έπεσε από κανενός άλλου κυνηγού την τουφεκιά. Μολονότι έχω πάει παντού όπου βρίσκεται το περισσότερο θήραµα, ποτέ µου δεν σκότωσα σε µια ηµέρα περισσότερους από δύο λαγούς, ή από τέσσερις πέρδικες, ή από έξι τρυγόνια ή από δέκα ορτύκια κι ένας θεός ξέρει πόσα φυσίγγια έχω κάψει. Εξακολουθώ όµως να κυνηγώ µε την ίδια φιλοσοφική διάθεση, που ο Κάντιτ του Βολτέρου καλλιεργούσε τον κήπο του, γιατί η χαρά και η συγκίνηση του κυνηγίου δεν περιορίζονται σ’ ό,τι κανείς σκοτώνει!
Οσοι δεν κυνηγούν δεν ξέρουν κι ούτε µπορούν να διαισθανθούν πώς χτυπάει η καρδιά του κυνηγού, όταν το σκυλί του στέκεται σε µια “φέρµα”, ή όταν σηκώνει τ’ όπλο του σ’ ένα κοπάδι πέρδικες, που πετιούνται άξαφνα από µπρος του µ’ ένα πολυάριθµο και δυνατό θόρυβο φτερών, µε πόσο συγκεντρωµένο και αµείωτο ενδιαφέρον πεζοπορεί ώρες ολόκληρες σ’ αναζήτηση του θηράµατος όσο κι αν αυτό παίζει το παιχνίδι που έπαιξαν οι Ρώσοι στον Μεγάλο Ναπολέοντα κατά την προέλασή του ίσαµε τη Μόσχα, πόσο κατέχεται από την ελπίδα ότι αν απέτυχε σ’ αυτό το πουλί, θα πετύχει στο επόµενο που θα του παρουσιαστεί, τι γλυκό που είναι το ψωµοτύρι που τρώει κοντά σε µια πηγή λαλέουσα, ύστερα από ένα εξαντλητικό περπάτηµα και πόσο πληρέστερα και βαθύτερα από κάθε άνθρωπο νιώθει και χαίρεται τη φύση αυτός που διασχίζει κάµπους, ανεβοκατεβαίνει βουνά, σταµατάει σε πανοπτικά σηµεία των οριζόντων, µυρίζει θάλασσα και βραδιάζεται κάτω από βαθιούς έναστρους ουρανούς, µέσα σ’ ερηµιές όπου κλαυθµηρίζει η κουκουβάγια, κρίζουν οι γρύλοι και θροΐζουν µυστηριωδώς τα φυλλώµατα.
Oλα αυτά βάζουν τον κυνηγό σε µια κατάσταση θείας ευφορίας. Οι πλόκαµοι της καθηµερινής ζωής, µιζέριες, εναντιώσεις, φροντίδες, ανησυχίες, ξεσφίγγουν ολότελα και αφήνουν την ψυχή και το πνεύµα ελεύθερα, τα νεύρα του γαληνεύουν όπως κάτω από την επίδραση οπίου κι αποδίδεται στον εαυτό του τέτοιος που ήταν ο άνθρωπος στη χαραυγή του κόσµου: Μονοκόµµατος, αφρόντιστος, ίσιος κι ελεύθερος».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου