ΔΙΟΦΘΑΛΜΗ ΣΚΟΠΕΥΣΗ
Υπάρχει ένα χαρακτηριστικό που ξεχωρίζει τα αρπακτικά από τα φυτοφάγα ζώα, τους θηρευτές από τα θηράματά τους. Tα περισσότερα φυτοφάγα, είτε θηλαστικά είτε πουλιά, έχουν τα μάτια στις εξωτερικές πλευρές του κρανίου τους, ώστε να μπορούν να ελέγχουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο εύρος πεδίου όρασης, για την επιβίωσή τους απέναντι στους εχθρούς τους. Τα περισσότερα αρπακτικά, αντίθετα, έχουν τα μάτια στο μπροστινό μέρος του κρανίου, κοντά το ένα με το άλλο, ώστε να έχουν όσο το δυνατόν καλύτερη εστίαση στο θήραμά τους. Το κορυφαίο αρπακτικό του πλανήτη, ο πιο επικίνδυνος κυνηγός του κόσμου, ο άνθρωπος, δεν θα μπορούσε να είναι φτιαγμένος διαφορετικά.
Του Λεωνίδα Μητσιάλη
Προπονητή σκοποβολής
www.shootingacademy.gr
Η φύση έχει προνοήσει να μας εφοδιάσει με μάτια αρπακτικού. Είναι λοιπόν άξιο απορίας πώς τόσοι πολλοί κυνηγοί δεν κάνουν το αυτονόητο, να χρησιμοποιήσουν την εξειδικευμένη όραση που διαθέτουν και να σκοπεύσουν διόφθαλμα. Η διόφθαλμη σκόπευση είναι έμφυτο χάρισμα στον άνθρωπο και βασίζεται στο θαυμαστό ένστικτο της κατάδειξης. Όποτε εστιάζουμε με τα δύο μάτια ένα αντικείμενο (ένα στόχο), εάν σηκώσουμε τεντωμένο το χέρι μας και τον δείξουμε, ο δείκτης μας θα ευθυγραμμιστεί με το στόχο μας. Μόνο που εδώ υπάρχει ένα «αλλά». Ο δείκτης θα ευθυγραμμιστεί με το στόχο σχετικά με ένα από τα δύο μας μάτια, αυτό που από εδώ και πέρα θα αποκαλούμε το «κυρίαρχο μάτι». Τι ακριβώς είναι όμως το κυρίαρχο μάτι και γιατί είναι τόσο σημαντικό;
Η όραση είναι πάντα διόφθαλμη. Απ’ όσο γνωρίζω, δεν υπάρχει έμβιο ον στον πλανήτη που να έχει μόνο ένα μάτι. Τα μάτια λειτουργούν πάντα σε ζεύγη. Το κάθε μάτι λαμβάνει μία σειρά από οπτικά ερεθίσματα, τα οποία δεν είναι άλλο από κύματα ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας του ορατού φάσματος τα οποία λαμβάνονται ως φως από τους φωτοϋποδοχείς των ματιών, μετατρέπονται σε νευρικό παλμό από τον αμφιβληστροειδή και μεταβιβάζονται στον εγκέφαλο μέσω του οπτικού νεύρου. Εκεί ο οπτικός αναλυτής αναλαμβάνει να συνθέσει το νευρικό παλμό σε εικόνα. Κατά τη διάρκεια αυτής της λειτουργίας, συνθέτει τις δύο ξεχωριστές δισδιάστατες εικόνες κάθε ματιού σε μία νέα, τρισδιάστατη, κάνοντας όμως κάτι που μας ενδιαφέρει πολύ εμάς τους κυνηγούς. Επιλέγει μία από τις δύο εικόνες ως επικρατέστερη, ως κυρίαρχη για την ακρίβεια. Με δυο λόγια, εμπιστεύεται τη μία από τις δύο εικόνες περισσότερο από την άλλη. Και ενώ αυτό δεν είναι άμεσα ορατό στην τελική σύνθεση της εικόνας που βλέπουμε, η «εμπιστοσύνη» αυτή επηρεάζει άλλους παράγοντες, όπως η σκόπευση, που αναφέραμε νωρίτερα. Ο εγκέφαλός μας λοιπόν, βλέπει και με τα δύο μάτια, αλλά σκοπεύει με το ένα. Επαναλαμβάνω, σκοπεύει σημαίνει δείχνει, εφ’ όσον και τα δύο μάτια είναι ανοικτά και εστιασμένα στο στόχο. Όταν επιχειρήσουμε να ξεγελάσουμε το ένστικτό μας, αποκλείοντας το ένα από τα δύο μάτια και επιλέγοντας το ένα μόνο μάτι να δει δισδιάστατα τον κόσμο μας, αυτομάτως πετάμε στα σκουπίδια το μεγαλύτερο σκοπευτικό μας εργαλείο.
Φυσικά είναι εφικτό να χρησιμοποιήσουμε το ένστικτο της κατάδειξης και με το ένα μόνο μάτι, αλλά εφ’ όσον μας ενδιαφέρει η σκόπευση σε κινούμενο στόχο, το ένα μόνο μάτι δεν μας προσφέρει απολύτως τίποτα. Με ένα μόνο μάτι δεν έχουμε αίσθηση του βάθους πεδίου, δεν έχουμε αίσθηση της ταχύτητας και της κατεύθυνσης, συν το ότι αποκλείουμε το 50% του εύρους πεδίου μας. Επιπρόσθετα, όταν δείχνουμε με το δάκτυλό μας ένα κινούμενο αντικείμενο (π.χ. ένα πουλί) εστιάζοντάς το και με τα δύο μάτια, το δάκτυλό μας δεν θα δείχνει ακριβώς το αντικείμενο όπως θα γινόταν αν ήταν ακίνητο, αλλά και λίγο πιο μπροστά του, προσομοιάζοντας κατά κάποιον τρόπο την διατηρούμενη προσκόπευση ενός κυνηγετικού όπλου, αρκεί η εστίαση στο στόχο να μη σταματήσει, γιατί τη στιγμή που θα γίνει αυτό, το δάκτυλο θα ακινητοποιηθεί, δείχνοντας το κενό.
Η σκόπευση του κυνηγετικού όπλου είναι πολύ απλή υπόθεση κατά βάθος: Φροντίζουμε το κοντάκι του να είναι στα μέτρα μας, που σημαίνει ότι όταν το κολλάμε στο μάγουλο, το όπλο ρίχνει εκεί που κοιτάμε. Φροντίζουμε να μάθουμε να επωμίζουμε σωστά, ώστε το κοντάκι να έρχεται πάντα στην ίδια σωστή θέση. Και τρίτον και κυριότερο, εστιάζουμε με τα δύο μάτια ανοιχτά το στόχο μας. Τα ακριβά όπλα και τα κατά παραγγελία κοντάκια δεν αξίζουν μία αν δεν κοιτάμε αυτό που θέλουμε να πετύχουμε.
Η εστίαση όμως αυτή είναι πιο δύσκολη διαδικασία απ’ όσο πιστεύουμε. Περνάμε την ζωή μας βλέποντας σχετικά αδιάφορα τον κόσμο γύρω μας, «σκανάροντας» διαρκώς το περιβάλλον μας και εστιάζοντας φευγαλέα για ελάχιστα δευτερόλεπτα, πράγματα που θέλουμε να αναλύσουμε και να αντλήσουμε στοιχεία. Η έντονη και διαρκής εστίαση του κινούμενου στόχου μας λοιπόν, που είναι απολύτως απαραίτητη στην κυνηγετική σκόπευση, δεν είναι μία απλή πράξη που θα μας βγει πηγαία και άκοπα όταν το ζητήσουμε, αλλά απαιτεί συνεχή εξάσκηση. Προσπαθήστε να εστιάσετε μία πτέρυγα από έναν ανεμιστήρα οροφής που δουλεύει στη «χαμηλή σκάλα». Θα το καταφέρετε για λίγα δέκατα του δευτερολέπτου και ύστερα η πτέρυγα θα ξαναεξαφανιστεί μέσα σε μία θολή δίνη. Τα φευγαλέα δέκατα όμως που η πτέρυγα θα είναι εστιασμένη, η ταχύτητά της θα μοιάσει να μειώνεται και η υφή της θα γίνει απόλυτα σαφής και ορατή. Ο εγκέφαλος θα αντλήσει μέσω της εστίασης ακριβή στοιχεία για το σχήμα, το μέγεθος, το χρώμα και την ταχύτητα του στόχου του. Αυτήν την ίδια διαύγεια και επιβράδυνση του στόχου μας επιχειρούμε και στο κυνήγι, μέσω της έντονης και διαρκούς εστίασης σε αυτόν.
Κάποιοι που διστάζουν να δοκιμάσουν τη διόφθαλμη σκόπευση, φέρνουν ως επιχείρημα ότι βλέπουν δύο κάννες και μπερδεύονται. Ότι δεν είναι σαφές ποιο από τα δύο μάτια σκοπεύει μέσω του στόχαστρου. Εφ’ όσον τα μάτια δουλεύουν σωστά αυτές οι δικαιολογίες είναι ανόητες. Μέσα σε μισή ώρα σωστής εξάσκησης της διόφθαλμης σκόπευσης τους γίνεται σαφές ότι το σκοπεύον μάτι είναι αυτό που βλέπει το στόχαστρο ευθυγραμμισμένο με το στόχο και ότι και τα δύο μάτια ταυτόχρονα προμηθεύουν τον εγκέφαλο με τις πληροφορίες που ζητάει. Ύστερα από μισή μόλις ώρα διόφθαλμης σκόπευσης δεν ξαναγυρνούν πίσω ποτέ.
Μέχρι εδώ έχουμε μάθει ότι με τη διόφθαλμη σκόπευση στο κυνήγι εκμεταλλευόμαστε το έμφυτο ένστικτο της κατάδειξης, το οποίο ευθυγραμμίζει το όπλο μας με το στόχο μας. Έχουμε διαπιστώσει επίσης ότι η διόφθαλμη εστίαση στο στόχο μας, μας προμηθεύει με όλα τα απαραίτητα στοιχεία της κίνησής του, ώστε ο εγκέφαλός μας να δώσει με τη σειρά του τις απαραίτητες εντολές στο σώμα για να τον πετύχουμε. Μόνο που για να δουλέψει άψογα όλο αυτό το σύστημα, θα πρέπει να επιστρέψουμε στο «αλλά» που είπαμε νωρίτερα, το κυρίαρχο μάτι, και ειδικότερα στα προβλήματα που εμφανίζονται όταν αυτό δεν συμπίπτει απαραίτητα με την πλευρά με την οποία επωμίζουμε. Και δυστυχώς οι περιπτώσεις όπου τα μάτια μας δεν λειτουργούν ακριβώς όπως θα έπρεπε, είναι πολύ περισσότερες απ’ ότι φανταζόμαστε.
Το πρώτο πράγμα που κάνω σε έναν καινούριο μαθητή μου, είναι να εξακριβώσω το κυρίαρχο μάτι του, το οποίο όπως είπαμε, δεν συμπίπτει αναγκαστικά με την πλευρά που επωμίζει το όπλο του. Οι μέθοδοι που έχουμε στη διάθεσή μας για να διαγνώσουμε την οπτική κυριαρχία είναι τρεις. Οι δύο είναι απλές και μπορεί οποιοσδήποτε να τις χρησιμοποιήσει μόνος του. Την τρίτη μέθοδο την έχω διδαχθεί στην Αγγλία, στη σχολή προπονητών σκοποβολής της C.P.S.A. που έχω παρακολουθήσει και είναι η πιο αναλυτική από τις τρεις, προσφέροντας μία πληροφορία επιπλέον από τις άλλες δύο, το ποσοστό κυριαρχίας του κάθε ματιού (π.χ. Δεξί 80% – Αριστερό 20%). Αυτή η πληροφορία, σε συνδυασμό με πληροφορίες για το ιστορικό του σκοπευτή, διευκολύνει το δάσκαλο σκοποβολής να αποφασίσει τον τρόπο αντιμετώπισης του πιθανού προβλήματος. Οι άλλες δύο μέθοδοι είναι απλούστερες, αλλά δεν μας προσφέρουν παρά μία γενική εικόνα, που πολλές φορές μπορεί να είναι και παραπλανητική.
Η μία μέθοδος είναι να ενώσουμε τα χέρια μας τέτοιο τρόπο, ώστε να σχηματιστεί μία μικρή τρύπα ανάμεσα στους δύο αντίχειρες, διαμέτρου ενός περίπου εκατοστού. Εστιάζουμε με τα δύο μάτια ανοικτά ένα αντικείμενο μερικά μέτρα μακριά μας και ανεβάζουμε τεντωμένα τα δύο χέρια μας, έτσι ώστε το αντικείμενο να είναι ορατό μέσα από την τρύπα που έχουμε σχηματίσει. Ύστερα φέρνουμε αργά τα χέρια προς το πρόσωπό μας, έως η τρύπα να καταλήξει στο ένα ή στο άλλο μάτι.
Η δεύτερη μέθοδος είναι σχετικότερη με τη σκόπευση και είναι αυτή που χρησιμοποίησα για να περιγράψω το ένστικτο της κατάδειξης: Με τα δύο μάτια ανοικτά, εστιάζουμε ένα μακρινό αντικείμενο και σηκώνουμε το δείκτη μας με το χέρι τεντωμένο και το δείχνουμε. Κλείνοντας εναλλάξ τα δύο μάτια, βλέπουμε ποιο από τα δύο μάτια είναι ευθυγραμμισμένο με το δείκτη και το αντικείμενο.
Και οι δύο μέθοδοι δείχνουν χοντρικά ποιο μάτι είναι κυρίαρχο, αλλά δεν προσφέρουν επιπλέον πληροφορίες. Αν διαπιστώσουμε με τους δύο αυτούς τρόπους ότι το κυρίαρχο μάτι μας συμπίπτει με την πλευρά που επωμίζουμε, όλα καλά. Αν όμως διαπιστώσουμε ότι υπάρχει πρόβλημα αντίθετης κυριαρχίας ή τα αποτελέσματα των ασκήσεων διαφέρουν κάθε φορά που τις κάνουμε ή έχουμε υποψίες ότι παρ’ όλο που τα αποτελέσματα βγαίνουν θετικά η διόφθαλμη σκόπευση κάπου πάσχει όταν την επιχειρούμε, η λύση είναι να απευθυνθούμε άμεσα σε επαγγελματία δάσκαλο σκοποβολής, ο οποίος θα χρησιμοποιήσει επιπλέον διαγνωστικές μεθόδους, ώστε να προτείνει την πλέον ενδεδειγμένη μέθοδο αντιμετώπισης.
Στις δεκάδες περιστατικών προβληματικής κυριαρχίας που έχω αντιμετωπίσει, η ταύτιση μεταξύ τους ήταν της τάξης του 3 – 5%. Σπανιότατα δηλαδή δύο περιστατικά συμπίπτουν και ομοίως σπανιότατα η αντιμετώπιση είναι η ίδια. Κάποιοι θα έχετε ακούσει ή διαβάσει ότι όταν το κυρίαρχο μάτι είναι το αντίθετο από την πλευρά επώμισης, τότε η μόνη ενδεδειγμένη λύση είναι η αλλαγή της πλευράς επώμισης. Αυτό δεν είναι απαραίτητο. Για την ακρίβεια είναι απαραίτητο σε ελάχιστες περιπτώσεις. Όσο καιρό κάνω αυτή τη δουλειά, το έχω προτείνει σαν λύση σε μόλις 4 μαθητές μου, από τους οποίους συμμορφώθηκαν οι τρεις, βλέποντας όλοι θεαματικά αποτελέσματα. Πότε όμως προτείνεται ως λύση η αλλαγή της πλευράς επώμισης;
Μία έρευνα που έχει γίνει στις Η.Π.Α. απέδειξε ότι στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων με 100% αντίθετη κυριαρχία, ο εξεταζόμενος αν και δεξιόχειρας, είχε στενά συγγενικά πρόσωπα αριστερόχειρες. Έφερε δηλαδή γονίδια αριστεροχειρίας, η οποία άλλοτε καταπιεσμένη κι άλλοτε κρυφή ή λανθάνουσα, έκανε την εμφάνισή της στη συγκεκριμένη μορφή. Σε αυτήν την περίπτωση, εφ’ όσον διαπιστωθεί ότι ο σκοπευτής έχει στην οικογένεια μέλη αριστερόχειρες (συνήθως αδέλφια) και εφ’ όσον έχει 100% αριστερό κυρίαρχο μάτι, τότε προτείνεται ανεπιφύλακτα η αλλαγή της πλευράς επώμισης, η οποία παρεμπιπτόντως αποδεικνύεται πολύ ευκολότερη υπόθεση στην πράξη απ’ ότι δείχνει με την πρώτη απόπειρα. Σε ελάχιστη ώρα, οι επωμίσεις από την «άλλη» πλευρά, γίνονται πιο εύκολες και αβίαστες από ότι ήταν από τη «σωστή». Αρκεί η διάγνωση να είναι σωστή. Τότε η απόφαση του δασκάλου πρέπει να είναι απόλυτη και αδιαπραγμάτευτη.
Όσα χρόνια ασχολούμαι με την προπονητική, συνάντησα μόνο μία περίπτωση αριστερόχειρα με δεξί κυρίαρχο μάτι. Φαίνεται ότι η αντίθετη κυριαρχία είναι ένα πρόβλημα που είναι «προνόμιο» των δεξιόχειρων.
Για να κατασταλάξουμε κάπου, η κυνηγετική σκόπευση απαιτεί συνεχή, έντονη, διόφθαλμη εστίαση στο στόχο και σταθερή επαφή του κοντακιού με το μάγουλο, τα οποία υποστηρίζονται με τη σειρά τους από τη σωστή επώμιση, τα σωστά μέτρα του κοντακιού, τη σωστή στάση και κίνηση του σώματος και τις τεχνικές σκόπευσης κινούμενου στόχου. Σε όλα αυτά όμως θα αναφερθούμε σε επόμενα άρθρα.
Το πλήρες άρθρο είναι διαθέσιμο εδώ: http://www.e-typos.com/entheta/9/hunting20110302pp.pdf
Υπάρχει ένα χαρακτηριστικό που ξεχωρίζει τα αρπακτικά από τα φυτοφάγα ζώα, τους θηρευτές από τα θηράματά τους. Tα περισσότερα φυτοφάγα, είτε θηλαστικά είτε πουλιά, έχουν τα μάτια στις εξωτερικές πλευρές του κρανίου τους, ώστε να μπορούν να ελέγχουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο εύρος πεδίου όρασης, για την επιβίωσή τους απέναντι στους εχθρούς τους. Τα περισσότερα αρπακτικά, αντίθετα, έχουν τα μάτια στο μπροστινό μέρος του κρανίου, κοντά το ένα με το άλλο, ώστε να έχουν όσο το δυνατόν καλύτερη εστίαση στο θήραμά τους. Το κορυφαίο αρπακτικό του πλανήτη, ο πιο επικίνδυνος κυνηγός του κόσμου, ο άνθρωπος, δεν θα μπορούσε να είναι φτιαγμένος διαφορετικά.
Του Λεωνίδα Μητσιάλη
Προπονητή σκοποβολής
www.shootingacademy.gr
Η φύση έχει προνοήσει να μας εφοδιάσει με μάτια αρπακτικού. Είναι λοιπόν άξιο απορίας πώς τόσοι πολλοί κυνηγοί δεν κάνουν το αυτονόητο, να χρησιμοποιήσουν την εξειδικευμένη όραση που διαθέτουν και να σκοπεύσουν διόφθαλμα. Η διόφθαλμη σκόπευση είναι έμφυτο χάρισμα στον άνθρωπο και βασίζεται στο θαυμαστό ένστικτο της κατάδειξης. Όποτε εστιάζουμε με τα δύο μάτια ένα αντικείμενο (ένα στόχο), εάν σηκώσουμε τεντωμένο το χέρι μας και τον δείξουμε, ο δείκτης μας θα ευθυγραμμιστεί με το στόχο μας. Μόνο που εδώ υπάρχει ένα «αλλά». Ο δείκτης θα ευθυγραμμιστεί με το στόχο σχετικά με ένα από τα δύο μας μάτια, αυτό που από εδώ και πέρα θα αποκαλούμε το «κυρίαρχο μάτι». Τι ακριβώς είναι όμως το κυρίαρχο μάτι και γιατί είναι τόσο σημαντικό;
Η όραση είναι πάντα διόφθαλμη. Απ’ όσο γνωρίζω, δεν υπάρχει έμβιο ον στον πλανήτη που να έχει μόνο ένα μάτι. Τα μάτια λειτουργούν πάντα σε ζεύγη. Το κάθε μάτι λαμβάνει μία σειρά από οπτικά ερεθίσματα, τα οποία δεν είναι άλλο από κύματα ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας του ορατού φάσματος τα οποία λαμβάνονται ως φως από τους φωτοϋποδοχείς των ματιών, μετατρέπονται σε νευρικό παλμό από τον αμφιβληστροειδή και μεταβιβάζονται στον εγκέφαλο μέσω του οπτικού νεύρου. Εκεί ο οπτικός αναλυτής αναλαμβάνει να συνθέσει το νευρικό παλμό σε εικόνα. Κατά τη διάρκεια αυτής της λειτουργίας, συνθέτει τις δύο ξεχωριστές δισδιάστατες εικόνες κάθε ματιού σε μία νέα, τρισδιάστατη, κάνοντας όμως κάτι που μας ενδιαφέρει πολύ εμάς τους κυνηγούς. Επιλέγει μία από τις δύο εικόνες ως επικρατέστερη, ως κυρίαρχη για την ακρίβεια. Με δυο λόγια, εμπιστεύεται τη μία από τις δύο εικόνες περισσότερο από την άλλη. Και ενώ αυτό δεν είναι άμεσα ορατό στην τελική σύνθεση της εικόνας που βλέπουμε, η «εμπιστοσύνη» αυτή επηρεάζει άλλους παράγοντες, όπως η σκόπευση, που αναφέραμε νωρίτερα. Ο εγκέφαλός μας λοιπόν, βλέπει και με τα δύο μάτια, αλλά σκοπεύει με το ένα. Επαναλαμβάνω, σκοπεύει σημαίνει δείχνει, εφ’ όσον και τα δύο μάτια είναι ανοικτά και εστιασμένα στο στόχο. Όταν επιχειρήσουμε να ξεγελάσουμε το ένστικτό μας, αποκλείοντας το ένα από τα δύο μάτια και επιλέγοντας το ένα μόνο μάτι να δει δισδιάστατα τον κόσμο μας, αυτομάτως πετάμε στα σκουπίδια το μεγαλύτερο σκοπευτικό μας εργαλείο.
Φυσικά είναι εφικτό να χρησιμοποιήσουμε το ένστικτο της κατάδειξης και με το ένα μόνο μάτι, αλλά εφ’ όσον μας ενδιαφέρει η σκόπευση σε κινούμενο στόχο, το ένα μόνο μάτι δεν μας προσφέρει απολύτως τίποτα. Με ένα μόνο μάτι δεν έχουμε αίσθηση του βάθους πεδίου, δεν έχουμε αίσθηση της ταχύτητας και της κατεύθυνσης, συν το ότι αποκλείουμε το 50% του εύρους πεδίου μας. Επιπρόσθετα, όταν δείχνουμε με το δάκτυλό μας ένα κινούμενο αντικείμενο (π.χ. ένα πουλί) εστιάζοντάς το και με τα δύο μάτια, το δάκτυλό μας δεν θα δείχνει ακριβώς το αντικείμενο όπως θα γινόταν αν ήταν ακίνητο, αλλά και λίγο πιο μπροστά του, προσομοιάζοντας κατά κάποιον τρόπο την διατηρούμενη προσκόπευση ενός κυνηγετικού όπλου, αρκεί η εστίαση στο στόχο να μη σταματήσει, γιατί τη στιγμή που θα γίνει αυτό, το δάκτυλο θα ακινητοποιηθεί, δείχνοντας το κενό.
Εστιάζοντας με ακρίβεια
Η εστίαση όμως αυτή είναι πιο δύσκολη διαδικασία απ’ όσο πιστεύουμε. Περνάμε την ζωή μας βλέποντας σχετικά αδιάφορα τον κόσμο γύρω μας, «σκανάροντας» διαρκώς το περιβάλλον μας και εστιάζοντας φευγαλέα για ελάχιστα δευτερόλεπτα, πράγματα που θέλουμε να αναλύσουμε και να αντλήσουμε στοιχεία. Η έντονη και διαρκής εστίαση του κινούμενου στόχου μας λοιπόν, που είναι απολύτως απαραίτητη στην κυνηγετική σκόπευση, δεν είναι μία απλή πράξη που θα μας βγει πηγαία και άκοπα όταν το ζητήσουμε, αλλά απαιτεί συνεχή εξάσκηση. Προσπαθήστε να εστιάσετε μία πτέρυγα από έναν ανεμιστήρα οροφής που δουλεύει στη «χαμηλή σκάλα». Θα το καταφέρετε για λίγα δέκατα του δευτερολέπτου και ύστερα η πτέρυγα θα ξαναεξαφανιστεί μέσα σε μία θολή δίνη. Τα φευγαλέα δέκατα όμως που η πτέρυγα θα είναι εστιασμένη, η ταχύτητά της θα μοιάσει να μειώνεται και η υφή της θα γίνει απόλυτα σαφής και ορατή. Ο εγκέφαλος θα αντλήσει μέσω της εστίασης ακριβή στοιχεία για το σχήμα, το μέγεθος, το χρώμα και την ταχύτητα του στόχου του. Αυτήν την ίδια διαύγεια και επιβράδυνση του στόχου μας επιχειρούμε και στο κυνήγι, μέσω της έντονης και διαρκούς εστίασης σε αυτόν.
Κάποιοι που διστάζουν να δοκιμάσουν τη διόφθαλμη σκόπευση, φέρνουν ως επιχείρημα ότι βλέπουν δύο κάννες και μπερδεύονται. Ότι δεν είναι σαφές ποιο από τα δύο μάτια σκοπεύει μέσω του στόχαστρου. Εφ’ όσον τα μάτια δουλεύουν σωστά αυτές οι δικαιολογίες είναι ανόητες. Μέσα σε μισή ώρα σωστής εξάσκησης της διόφθαλμης σκόπευσης τους γίνεται σαφές ότι το σκοπεύον μάτι είναι αυτό που βλέπει το στόχαστρο ευθυγραμμισμένο με το στόχο και ότι και τα δύο μάτια ταυτόχρονα προμηθεύουν τον εγκέφαλο με τις πληροφορίες που ζητάει. Ύστερα από μισή μόλις ώρα διόφθαλμης σκόπευσης δεν ξαναγυρνούν πίσω ποτέ.
Ανακαλύπτοντας το κυρίαρχο μάτι
Μέχρι εδώ έχουμε μάθει ότι με τη διόφθαλμη σκόπευση στο κυνήγι εκμεταλλευόμαστε το έμφυτο ένστικτο της κατάδειξης, το οποίο ευθυγραμμίζει το όπλο μας με το στόχο μας. Έχουμε διαπιστώσει επίσης ότι η διόφθαλμη εστίαση στο στόχο μας, μας προμηθεύει με όλα τα απαραίτητα στοιχεία της κίνησής του, ώστε ο εγκέφαλός μας να δώσει με τη σειρά του τις απαραίτητες εντολές στο σώμα για να τον πετύχουμε. Μόνο που για να δουλέψει άψογα όλο αυτό το σύστημα, θα πρέπει να επιστρέψουμε στο «αλλά» που είπαμε νωρίτερα, το κυρίαρχο μάτι, και ειδικότερα στα προβλήματα που εμφανίζονται όταν αυτό δεν συμπίπτει απαραίτητα με την πλευρά με την οποία επωμίζουμε. Και δυστυχώς οι περιπτώσεις όπου τα μάτια μας δεν λειτουργούν ακριβώς όπως θα έπρεπε, είναι πολύ περισσότερες απ’ ότι φανταζόμαστε.
Το πρώτο πράγμα που κάνω σε έναν καινούριο μαθητή μου, είναι να εξακριβώσω το κυρίαρχο μάτι του, το οποίο όπως είπαμε, δεν συμπίπτει αναγκαστικά με την πλευρά που επωμίζει το όπλο του. Οι μέθοδοι που έχουμε στη διάθεσή μας για να διαγνώσουμε την οπτική κυριαρχία είναι τρεις. Οι δύο είναι απλές και μπορεί οποιοσδήποτε να τις χρησιμοποιήσει μόνος του. Την τρίτη μέθοδο την έχω διδαχθεί στην Αγγλία, στη σχολή προπονητών σκοποβολής της C.P.S.A. που έχω παρακολουθήσει και είναι η πιο αναλυτική από τις τρεις, προσφέροντας μία πληροφορία επιπλέον από τις άλλες δύο, το ποσοστό κυριαρχίας του κάθε ματιού (π.χ. Δεξί 80% – Αριστερό 20%). Αυτή η πληροφορία, σε συνδυασμό με πληροφορίες για το ιστορικό του σκοπευτή, διευκολύνει το δάσκαλο σκοποβολής να αποφασίσει τον τρόπο αντιμετώπισης του πιθανού προβλήματος. Οι άλλες δύο μέθοδοι είναι απλούστερες, αλλά δεν μας προσφέρουν παρά μία γενική εικόνα, που πολλές φορές μπορεί να είναι και παραπλανητική.
Η μία μέθοδος είναι να ενώσουμε τα χέρια μας τέτοιο τρόπο, ώστε να σχηματιστεί μία μικρή τρύπα ανάμεσα στους δύο αντίχειρες, διαμέτρου ενός περίπου εκατοστού. Εστιάζουμε με τα δύο μάτια ανοικτά ένα αντικείμενο μερικά μέτρα μακριά μας και ανεβάζουμε τεντωμένα τα δύο χέρια μας, έτσι ώστε το αντικείμενο να είναι ορατό μέσα από την τρύπα που έχουμε σχηματίσει. Ύστερα φέρνουμε αργά τα χέρια προς το πρόσωπό μας, έως η τρύπα να καταλήξει στο ένα ή στο άλλο μάτι.
Η δεύτερη μέθοδος είναι σχετικότερη με τη σκόπευση και είναι αυτή που χρησιμοποίησα για να περιγράψω το ένστικτο της κατάδειξης: Με τα δύο μάτια ανοικτά, εστιάζουμε ένα μακρινό αντικείμενο και σηκώνουμε το δείκτη μας με το χέρι τεντωμένο και το δείχνουμε. Κλείνοντας εναλλάξ τα δύο μάτια, βλέπουμε ποιο από τα δύο μάτια είναι ευθυγραμμισμένο με το δείκτη και το αντικείμενο.
Και οι δύο μέθοδοι δείχνουν χοντρικά ποιο μάτι είναι κυρίαρχο, αλλά δεν προσφέρουν επιπλέον πληροφορίες. Αν διαπιστώσουμε με τους δύο αυτούς τρόπους ότι το κυρίαρχο μάτι μας συμπίπτει με την πλευρά που επωμίζουμε, όλα καλά. Αν όμως διαπιστώσουμε ότι υπάρχει πρόβλημα αντίθετης κυριαρχίας ή τα αποτελέσματα των ασκήσεων διαφέρουν κάθε φορά που τις κάνουμε ή έχουμε υποψίες ότι παρ’ όλο που τα αποτελέσματα βγαίνουν θετικά η διόφθαλμη σκόπευση κάπου πάσχει όταν την επιχειρούμε, η λύση είναι να απευθυνθούμε άμεσα σε επαγγελματία δάσκαλο σκοποβολής, ο οποίος θα χρησιμοποιήσει επιπλέον διαγνωστικές μεθόδους, ώστε να προτείνει την πλέον ενδεδειγμένη μέθοδο αντιμετώπισης.
Στις δεκάδες περιστατικών προβληματικής κυριαρχίας που έχω αντιμετωπίσει, η ταύτιση μεταξύ τους ήταν της τάξης του 3 – 5%. Σπανιότατα δηλαδή δύο περιστατικά συμπίπτουν και ομοίως σπανιότατα η αντιμετώπιση είναι η ίδια. Κάποιοι θα έχετε ακούσει ή διαβάσει ότι όταν το κυρίαρχο μάτι είναι το αντίθετο από την πλευρά επώμισης, τότε η μόνη ενδεδειγμένη λύση είναι η αλλαγή της πλευράς επώμισης. Αυτό δεν είναι απαραίτητο. Για την ακρίβεια είναι απαραίτητο σε ελάχιστες περιπτώσεις. Όσο καιρό κάνω αυτή τη δουλειά, το έχω προτείνει σαν λύση σε μόλις 4 μαθητές μου, από τους οποίους συμμορφώθηκαν οι τρεις, βλέποντας όλοι θεαματικά αποτελέσματα. Πότε όμως προτείνεται ως λύση η αλλαγή της πλευράς επώμισης;
Μία έρευνα που έχει γίνει στις Η.Π.Α. απέδειξε ότι στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων με 100% αντίθετη κυριαρχία, ο εξεταζόμενος αν και δεξιόχειρας, είχε στενά συγγενικά πρόσωπα αριστερόχειρες. Έφερε δηλαδή γονίδια αριστεροχειρίας, η οποία άλλοτε καταπιεσμένη κι άλλοτε κρυφή ή λανθάνουσα, έκανε την εμφάνισή της στη συγκεκριμένη μορφή. Σε αυτήν την περίπτωση, εφ’ όσον διαπιστωθεί ότι ο σκοπευτής έχει στην οικογένεια μέλη αριστερόχειρες (συνήθως αδέλφια) και εφ’ όσον έχει 100% αριστερό κυρίαρχο μάτι, τότε προτείνεται ανεπιφύλακτα η αλλαγή της πλευράς επώμισης, η οποία παρεμπιπτόντως αποδεικνύεται πολύ ευκολότερη υπόθεση στην πράξη απ’ ότι δείχνει με την πρώτη απόπειρα. Σε ελάχιστη ώρα, οι επωμίσεις από την «άλλη» πλευρά, γίνονται πιο εύκολες και αβίαστες από ότι ήταν από τη «σωστή». Αρκεί η διάγνωση να είναι σωστή. Τότε η απόφαση του δασκάλου πρέπει να είναι απόλυτη και αδιαπραγμάτευτη.
Όσα χρόνια ασχολούμαι με την προπονητική, συνάντησα μόνο μία περίπτωση αριστερόχειρα με δεξί κυρίαρχο μάτι. Φαίνεται ότι η αντίθετη κυριαρχία είναι ένα πρόβλημα που είναι «προνόμιο» των δεξιόχειρων.
Για να κατασταλάξουμε κάπου, η κυνηγετική σκόπευση απαιτεί συνεχή, έντονη, διόφθαλμη εστίαση στο στόχο και σταθερή επαφή του κοντακιού με το μάγουλο, τα οποία υποστηρίζονται με τη σειρά τους από τη σωστή επώμιση, τα σωστά μέτρα του κοντακιού, τη σωστή στάση και κίνηση του σώματος και τις τεχνικές σκόπευσης κινούμενου στόχου. Σε όλα αυτά όμως θα αναφερθούμε σε επόμενα άρθρα.
Το πλήρες άρθρο είναι διαθέσιμο εδώ: http://www.e-typos.com/entheta/9/hunting20110302pp.pdf
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου